ΑΛΛΕΣ ΗΠΙΑΣ ΜΟΡΦΗΣ ΣΥΡΡΑΞΕΙΣ

ΑΛΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ  ΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ

Περιέγραψα μέχρι τώρα  τα πιο άγρια  και βάρβαρα από τα παιχνίδια μας. Πολεμικά παιχνίδια:
·      ΟΙ ΚΛΟΤΣΙΕΣ
·      Ο ΧΙΟΝΟΠΟΛΕΜΟΣ
·      Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ
Οι κλοττσιές , υποψιάζομαι,  ήταν καθαρά Μελιβοιώτικη εφεύρεση.  Αλλά, και τα άλλα δυο,  πιστεύω πως,  παρόλο που συνηθίζονταν και σε άλλα μέρη,  στη Μελίβοια  παίζονταν με έναν ιδιαίτερα πολεμικό χαρακτήρα. Θελω να πω πως, όσο κι αν συνηθίζεται στα παιδιά να εκτοξεύουν απερίσκεπτα πέτρες κι άλλα αντικείμενα στους συμπαίκτες τους όταν θυμώνουν,  μόνο στη Μελίβοια αυτή η βίαια πράξη  ξεφεύγει από τη στιγμιαία θυμική έκρηξη  κι αποκτά  σχέδιο και στρατηγική, με την ευρύτερη συμμετοχή κι αναμέτρηση  των παιδιών δυο μαχαλάδων.
Στη συνέχεια  θα ασχοληθώ με μερικά από τα κάπως ηπιότερα “πολεμικά” παιχνίδια.   Και τούτα τα παιχνίδια έχουν ως κύρια χαρακτηρισικά τη σύγκρουση, τη βία και την εκσφενδόνιση αντικειμένων.  Μόνο που οι εκσφενδονιζόμενες βολίδες (διάφοροι καρποί)  δεν πληγώνουν, όπως οι πέτρες, ούτε σακατεύουν, όπως οι κλοτσιές,  αλλά  χτυπούν μαλακά  χωρίς αίματα και καρούμπαλα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε πως κι αυτές πονούν …εκνευριστικά.

ΦΡΟΥΤΟΠΟΛΕΜΟΣ

Τα παιχνίδια που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό το πέταγμα καρπών, λάβαινε χώρα ανάμεσα σε μικρές ομάδες, πολλές φορές και μεταξύ μόνο δυο  μονομάχων.
Αυτά τα παχνίδια άρχιζαν να παίζονται από τα τέλη του Μάη μέχρι και το φθινόπωρο.  Είναι η περίοδος του χρόνου που κυρίως υπάρχουν φρούτα.
Τα πρώτα φρούτα που χρησιμοποιούσαμε ήταν τα τζινιρίκια ή τα κορόμηλα. Να κάμουμε , όμως,  τη διευκρίνιση: Σε άλλα μέρη τα λένε όλα δαμάσκηνα. Εμείς λέγαμε κορόμηλα τα έχοντα αμυγδαλωτό σχήμα,  τζιρνίκια ή τζινιρίκια λέγαμε  τα κίτρινα ή κόκκινα στρογγυλά, και τα κάπως μεγαλύτερα και γκριζοπράσινα τα λέγαμε κουτουρίκια.
Τα χρόνια εκείνα δεν χρησιμοποιούσαν φυτοφάρμακα στις καλλιέργειες και τα περισσότερα φρούτα έπεφταν  πριν ωριμάσουν. Αυτά τα φρούτα που έπεφταν από τα δέντρα , τα μαζεύαμε εμείς , τα αποθηκεύαμε στις τσέπες μας κι ήμασταν έτοιμοι μόλις μας δοθεί η αφορμή να αρχίσουμε τον πόλεμο. Συνήθως περιμέναμε  να κάμει κάποια ζαβολιά ο συμπαίκτης μας σε όποιο παιχνίδι κι αν παίζαμε. Μόλις γινόταν η ζαβολιά, η αφορμή είχε δοθεί και το όποιο παιχνίδι παίζαμε πριν , γινόταν τώρα πόλεμος στο πι και φι!
Στην αρχή –τέλος του Μάη αρχές του Ιούνη, μέχρι τις εξετάσεις-  είχαμε τα κορόμηλα.  Ύστερα ερχόταν τα  σύκα και τα μήλα  (φιρίκια).  Τα σύκα αν δεν τα βάζαμε αγριόσυκα (αρσενικά σύκα με  μαμούνια για την επικονίαση) έπεφταν. Τα αγριόσ(υ)κα  τα κρεμούσαμε αρμαθιές στις συκιές στο τέλος του Ιούνη, και ίσως και λίγο αργότερα. Τα αγριόσ(υ)κα τα μάζευαν  στον κάμπο! Ναι, στη Μαρμάριανη, στην Πλασιά  στο καστρί κι αλλού όπου είχε αγριοσ(υ)κιές.
Αν σε αυτό το διάστημα δεν κρεμούσαμε αγριόσ(υ)κα, δεν τα προλαβαίναμε, ...έπεφταν.  Τα μαζεύαμε εμείς τα παιδιά για το παιχνίδι μας. Οι μεγαλύτεροι για πόλεμο κι οι μικρότεροι για ...πρόβατα!  Όταν παίζαμε σπιτάκια οι μικρότεροι (4-7 ετών) τότε,  σουβλίζαμε στα σύκα  τέσσερα ξυλάκια , στη μια πλευρά τους,  σαν πόδια και τα λέγαμε πως είναι πρόβατα, γουρούνια κι άλλα ζώα, ανάλογα με τη φαντασία του ο καθένας μας, και το μύθο του παιχνιδιού.
Οι μεγαλύτεροι τα είχαμε για σφαίρες! Μερικοί τα εκσφενδόνιζαν και με το λάστιχο, δηλαδή τη σφεντόνα που γινόταν με λάστιχα, πετσί και φούρκα. Έτσι το λέγαμε εμείς τότε: Λάστιχο. Τη λέξη σφεντόνα ή σφενδόνη την άκουσα πολύ αργότερα στην Αγιά.   Σφεντόνα εμείς λέγαμε τη φλούδα  της μουριάς –κυρίως-  που τη χρησιμοποιούσαμε για να δένουμε τα δεμάτια χόρτου, τα τσουβάλια, τα μπολιάσματα των δέντρων, τα ρείκια που βάζαμε στα κουκούλια κι ό,τι άλλο χρειαζόταν δέσιμο.
Αυτή  η φλούδα της μουριάς, η σφεντόνα,  γινόταν και σε μας πολλές φορές όπλο, όπως και στους αρχαίους, όπως , δηλαδή, το χρησιμοποίησε ο Δαυϊδ, καθώς κι οι πελταστές όλων των αρχαίων στρατών.  Πιάναμε διπλωμένη τη σφεντόνα από τα δυο άκρα με το ένα χέρι και στο σημείο που διπλωνόταν τοποθετούσαμε την πέτρα, ή ό,τι άλλο χρησιμοποιούσαμε ως βόλι, το περιστρέφαμε να πάρει ...φόρα, κι αφήναμε απότομα το ένα άκρο της  με αποτέλεσμα να εκσφενδονίζεται η πέτρα προς το στόχο μας.
Για να ξεχωρίσουμε αυτή την παραδοσιακή σφεντόνα από την άλλη -τη σύγχρονη με τα λάστιχα- ονομάσαμε την καινούρια «λάστιχο» και την παλιά  με το αρχαίο της όνομα.  Το συνηθίζαμε αυτό στο χωριό μας: Κρατούσαμε για τα παραδοσιακά πράγματα την παλιά τους ονομασία και δίναμε στα νεόφερτα διαφορετικά ονόματα συνήθως σχετικά με το υλικό, την προέλευση ή κάποια άλλη ιδιότητα.  Λέγαμε , ας πούμε το παλιό και παραδοσιακό : αλέτρι, ενώ το σύγχρονο: σιδεριά, ακριβώς επειδή ήταν από σίδερο , ενώ το παραδοσιακό ήταν από ξύλο ολόκληρο, εκτός από το υνί!
Τα μήλα –φιρίκια είχαμε τότε- πέφτανε κι αυτά  από τις μηλιές σχδόν τα μισά και  περισσότερα –συνήθως- από αυτά που είχαν δέσει (επικονιαστεί, γονιμοποιηθεί) μετά την ανθοφορία.  Είπαμε και νωρίτερα πως ψεκασμοί δεν γίνονταν τότε. Ήταν όλα βιολογικά, αλλά με σκουλήκια.
Μαζεύαμε, λοιπόν,  τα πεσμένα μήλα  ή  -ακόμα καλλίτερα- κλέβαμε τα έτοιμα από τις αυλές που τα έφερναν οι νοικοκυραίοι για τροφή των ζώων. Τότε τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τις πεσιές –έτσι έλεγαν αυτά που έπεφταν πριν ωριμάσουν- δεν τις άφηναν να σαπίσουν στο χωράφι. Τις έφερναν στο σπίτι και τάιζαν τα ζώα.  Από αυτά κλέβαμε και κάναμε παιχνίδι.

Ο ΚΟΥΚΟΥΤΣΟΠΟΛΕΜΟΣ

Ένα άλλο παρόμοιο παιχνίδι, αλλά όχι με καρπούς, ήταν ο κουκουτσοπόλεμος. Αυτός γινόταν το φθινόπωρο.  Κουκούτσια  εμείς στο χωριό μας λέγαμε τα ξυλώδη στελέχη πάνω στα οποία ήταν προσκολλημένοι οι σπόροι του καλαμποκιού. Δηλαδή, αυτό που απομένει από τη ρόκα –«κούκλα», τη λέγαμε- αφού αφαιρεθούν τα σπυριά του αραβόσιτου.
Το φθινόπωρο –κατά τον Οκτώβρη- μαύζευαν τα καλαμπόκια. Τά όψιμα καλαμπόκια. Τότε τα καλαμπόκια σπέρνονταν τον Ιούνιο, αφού θέριζαν τα σιτάρια (στα ποτιστικά χωράφια). Στη συνέχεια πότιζαν τις καλαμιές , τις όργωναν και έσπερναν τα καλαμπόκια που θα  ωρίμαζαν  προς το τέλος του Σεπτέμβρη. Όταν ξεραίνονταν, άρχιζαν κατά τα τέλη Ωκτωβρίου με τα πρώτα κρύα (που μαζεύονταν στα σπίτια οι αγρότες) να τα ξεσπορίζουν.  Αυτή η δουλειά γινόταν στα νυχτέρια. Όλοι παίρναμε μέρος, μικροί μεγάλοι. Τρίβαμε τις κούκλες (ρόκες) μεταξύ τους και οι σπόροι ξεκολλούσαν  ό ένας μετά τον άλλον κι έπεφταν στην ποδιά μας ή στο ύφασμα που ήταν στρωμμένο κάτω. Αν η ποικιλία ήταν   με πυκνή  κι όχι χαλαρή πρόσφυση στα σπόρια, κι η αποκόλληση με τρίψιμο δεν ήταν δυνατή, χρησιμοποιούσαμε  κάποιο μεταλλικό έλασμα (έναν παλιό μεντεσέ, μια κρεατομαχαίρα από την ανάποδη, το μεταλλικό φτυάρι του τζακιού ή κάτι παρόμοιο σε σιδερένιο στέλεχος) ως αυτοσχέδιο εργαλείο κι ακοκολλούσαμε τα σπόρια με χτυπήματα ρυθμικά και συνεχόμενα μέχρι να αδειάσει το κοκούτσι και να πάρουμε άλλο. Το στηρίζαμε όρθιο σε κάτι σκληρό, συνήθως μια πέτρα,  και κρατώντας το με το αριστερό χτυπούσαμε με το δεξί μέχρι να το δούμε γυμνό από σπόρους. Είχε πολύ πλάκα! Οι σπόροι πετάγονταν σαν τρελοί δεξιά κι αριστερά, μέχρι και στα πρόσωπά μας, και τα χτυπήματα ακούγονταν σε όλους τους τόνους σαν μια δαιμονισμένη ορχήστρα  κρουστών.
Φεύγοντας ο καρπός τα κουκούταια έμειναν άδεια.  Άδεια , αλλά όχι τελείως άχρηστα. 
Τα πολύ μικρά παιδιά τα χρησιμοποιούσαν –σαν παιχνίδι, βέβαια-  για να φτειάχνουν πύργους και καλύβες  τα κρύα βράδια του χειμώνα. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά  πλαστικά τουβλάκια, που αγοράζουν σε κουτιά οι γονείς για τα παιδιά τους.
Οι γιαγιάδες μας κι οι μανάδες μας τα χρησιμοπούσαν σαν προσάναμα στο τζάκι, στο σάτσι (γάστρα), στο φούρνο και στο καζάνι που ζέσταιναν νερό για τη μπουγάδα.
Ήταν εύφλεκτα αλλά έβγαζαν πολύ καπνό και καίγονταν γρήγορα, όπως κι οι καλαμιές ή τα άχυρα. Αυτός ήταν ο λόγος που μερικές νοικοκυρές τα πετούσαν. Τα έριχναν στις ρεματιές ή στις αλάνες κι εκεί τα βρίσκαμε εμείς τα παιδιά.
Τα σπάζαμε –έσπαζαν πολύ εύκολα- σε κομματάκια και τα πετούσαμε ο ένας στον άλλον  με αφορμή κάποια ζαβολιά, με αιτία το οργανωμένο παιχνίδι ή και χωρίς αιτία , έτσι για πλάκα, για να αρχίσει η σύρραξη, για να γίνει παιχνίδι.
Κι όταν νύχτωνε με τα ίδια τα πολεμοφόδια, δηλαδή τα κουκούτσια των καλαμποκιών, ανάβαμε φωτιές, καθόμασταν ολόγυρα και λέγαμε ιστορίες για νεράιδες, τζωάδες, ξωτικά, δαίμονες και πεθαμένους που σηκώθηκαν από τα μνήματα.  Κι όταν ακούγονταν οι φωνές των μανάδες που θυμωμένα κι επίμονα μας καλούσαν να γυρίσουμε στο σπίτι, κανείς δεν σηκωνόταν να φύγει μόνος του! Όλοι ...φοβόμασταν! Επηρεσμένοι από τα παραμύθια και τις  ιστορίες τρόμου που λέγαμε, πιστεύαμε πως απ’ τη γωνιά του φράχτη ή το βάθος της ρεματιάς θα πεταχτεί κάποιο ξωτικό ή καποιος πεθαμένος θα ξεπροβάλει. Και περισσότερο τα πίστευαν εκείνοι που τα διηγούνταν.  Φώναζαν και ξαναφώναζαν οι μανάδες μας μέχρι που αγανακτούσαν κι έρχονταν νευριασμένες να μας πάρουν σέρνοντάς μας και ρίχνοντας και κανα δυο στο ...κώλο, επειδή ήμασταν «περίκουοι» κι «ασμάζευτοι»!  Δηλαδή, που ήμασταν ανυπάκουοι και δεν συμμαζευόμασταν στο σπίτι, παρόλο που η μάνα φώναζε και η ώρα είχε περάσει.

ΤΑ ΤΦΟΞΥΛΑ

Υπήρχαν κι οι μικροί, πολύ μικροί, καρποί. Τα κεδρομπόμπολα και τα κάμπτζα ή γκάβτζα ή γκάμπτζα. Τα πρώτα είναι καρποί του κέδρου και τα άλλα  καρποί της γκαβτζιάς. Κέδρα υπήρχαν πολλά σε όλες τις πλαγιές γύρω από το χωριό. Καβτζιά , ....μία ήξερα! Αυτή που ήταν στου Κολέτσιου. Α, νομίζω πως ήταν και κάποια άλλη, εκεί ανάμεσα στου  Μιλτάκου το σπίτι και του Ριζούλα. Ήταν ένα μονοπάτι που έκοβε δρόμο  από του Τιμολέοντα το ραφείο κι έβγαινε   δίπλα στο νέο μπακάλικο του Μασούρα (το παλιό ήταν στου Αδαμούλη).
Οι καρποί αυτών των δέντρων ήταν σε μέγεθος ρεβυθιού.  Τους πετούσαμε  στα κεφάλια των συμμαθητών μας με ένα αυτοσχέδιο όπλο που το λέγαμε τφόξυλο. Το τφόξυλο ήταν ένα κομμάτι κυλινδρικού βλαστού συκιάς ή κουφοξυλιάς, κομμένο ανάμεσα σε δυο κόμπους. Κόμποι στην περίπτωσή μας λέγονται τα σημεία από όπου  βλασταίνουν τα φύλλα κι έχει μάτια (μπουμπούκια, οφθαλμούς).  Διαλέγαμε ένα τροφαντό βλαστάρι (λαίμαργο) από παραφυάδα , συνήθως, μήκους δεκαπέντε εκατοστών ή και περισσότερο –αν βρίσκαμε πιο μεγάλο, τόσο το καλλίτερο- πάχους δυο εκτοστών περίπου και αφαιρούσαμε την ψίχα (εντεριώνη), δηλαδή την καρδιά, έτσι που να γίνει σωλήνας! Αν ήταν από κουφοξυλιά, ήταν πιο εύκολο!  Κουφοξυλιές υπήρχαν κάτω στη ρεματιά, μετά τη μεγάλη βρύση, από του Γούτσιου μέχρι στους μύλους σε όλες αυτές τις απότομες κι απόκρημνες πλαγιές.
Η συκιά , αν δεν ήταν  πολύ -πολύ τρυφερή,  δεν είχε φαρδιά τρύπα και δεν μας βολευε διότι έπρεπε να  χρησιμοποιούμε πολυ μικρά κεδρομπόμπολα. Τα χοντρά δεν χωρούσαν.
Αφού εξασφαλίζαμε το σωλήνα, το επόμενο βήμα ήταν να φτιάξουμε την κασιά.
Η κασιά,  έτσι τη λέγαμε,  ήταν μια βέργα από κυδωνιά ή κρανιά, διπλάσια σε μακρος από το τφόξυλο (το σωλήνα). Το πίσω μέρος ήταν χοντρό για να πιάνεται με τη χούφτα και το μπροστινό, όσο και το μάκρος του σωλήνα, φτιαγμένο με το σουγιά τόσο λεπτό, ώστε να χωράει να εισχωρεί στο σωλήνα.
Διαλέγαμε μια ίσια (ευθεία) βέργα από κυδωνιά ή κρανιά, διότι το ξύλο αυτών των δέντρων έχει πολύ λεπτές ίνες.  Οι λεπτές ίνες χρειάζονταν για να δημιουργηθεί  μια «φούντα» στην άκρη της βέργας που χρησίμευε ως αεροστεγές έμβολο. Χτυπούσαμε την άκρη της κασιάς κάθετα σε μια πέτρα  ρυθμικά για κάμποση ώρα μέχρι να βγάλει «μαλλί»! Ναι, έτσι το λέγαμε  αυτό το ξέφτισμα των ινών στην άκρη της κασιάς που γινόταν από  το χτύπημα, σχηματίζοντας μια μαλακή, σχεδόν βελούδινη, στεφάνη που προεξείχε από το πάχος της κασιάς και έκλεινε ερμητικά την τρύπα του σωλήνα λειτουργώντας , έτσι, ως έμβολο.
Όση ώρα το χτυπούσαμε απαλά και ρυθμικά πάνω στην πέτρα, το σαλιώναμε ταυτόχρονα. Αυτός , άλλωστε, είναι κι ο λόγος που το ονόμασαν : τφόξυλο! Από τον ήχο του φτυσίματος: τφού! Ναι, εμείς στη Μελίβοια δεν λέγαμε : Φτου!   ...όπως  οι πολιτισμένοι αστοί.  Εμείς αναπαράγαμε γνήσιο τον ήχο κι όχι φτιασιδωμένο κι εξωραϊσμένο.
Επίσης κι όταν το χρησιμοποιούσαμε, έπρεπε να το σαλιώνουμε,  για να διατηρείται μαλακό και να έχει απόλυτη εφαρμογή στο σωλήνα και να μην διαφεύγει καθόλου αέρας όταν θα σπρώχναμε την κασιά.
Εννοείται πως το άλλο άκρο του σωλήνα ήταν βουλωμένο με ένα κεδρομπόμπολο (καρπός κέδρου).  Σπρώχνοντας την κασιά, πιεζόταν ο αέρας  του σωλήνα και εκσφενδόνιζε το κεδρομπόμπολο κάνοντας και τον ανάλογο κρότο.
Ήταν , δηλαδή, κάτι σαν τα σημερινά αεροβόλα όπλα, μόνο που το τφόξυλο δεν είχε τόσο μεγάλο βεληνεκές. Στα πεντέξι μέτρα, όμως, ...σου τσίρνιαζε τα αυτιά αν σε πετύχαινε.

Το τφόξυλο, για τα παιδιά της εποχής εκείνης, ήταν ένα αξαιρετικά θαυμαστό ...εργαλείο. Αν σκεφτείτε ότι  τα μόνα μηχανήματα που είχαμε δει ήταν  το ροκάνι του μαραγκού ή το τσικρίκι της υφάντρας, μπορείτε να φανταστείτε πόσο σπουδαίο φάνταζε ένα τέτοιο «μαραφέτι»  (γκάτζετ  θα το λέγανε σήμερα) στα χέρια των παιδιών και μάλιστα φτειαγμένο με τα χέρια τους.
Την εποχή εκείνη ήμασταν μακριά από κάθε  τεχνολογική εξέλιξη, κι ήταν φσικό, μια έξυπνη συσκευή να μας φαίνεται μαγική. Με καμάρι το κρατούσαν το τφόξυλο στα χέρια οι μεγάλοι της παρέας μας και με θαυμασμό και ζήλεια το κοιτάζαμε οι μικρότεροι .
Όταν παρουσιαζόταν ένας στην παρέα με τφόξυλο όλοι τον περικύκλωναν κι ήθελαν να το ιδούν από κοντά, να το περιεργαστούν και αν είχαν το θάρρος, ιδίως λόγω συγγένειας, να ζητήσουν να ρίξουν μια βολή. Την άλλη μέρα παρουσιάζονταν κι άλλοι κάτοχοι τφόξυλου. Τα σύγκριναν, μιλούσαν για τις αρετές τους και παράβγαιναν ποιος θα ρίξει μακρύτερα.
Ύστερα έκαναν επίδειξη σκοπευτικών ικανοτήτων. Έβρισκαν κάτι, έναν τενεκέ συνληθως για να ακούγεται ο ήχος, κι έβαζαν σημάδι.
Και κάπου εκεί, είτε κατά λάθος είτε επίτηδες, κάποιο κεδρομπόμπολο έβρισκε το κεφάλι κάποιου κι ακούγονταν ξαφνικά κάποια τσιρίγματα πόνου, βρισιές κι απειλές.
Κι ο πόλεμος άρχιζε.

Σαν το τφόξυλο είναι -ήταν - κι η τσιουφλέκα.  Είναι κι αυτή μια μορφή αντλίας όπως και το τφόξυλο. Η πρώτη διαφορά τους είναι πως πετάει νερό κι όχι βόλια. Η δεύτερη διαφορά τους είναι πως στην περίπτωση του τφόξυλου η αντλία είναι καταθλιπτική και συμπιέζει τον αέρα, ενώ στην τσιουφλέκα είναι αναρροφητική  πρώτα  για να απορροφάει το νερό, κι ύστερα καταθλιπτική για να το εκσφενδονίζει.
Η τσιουφλέκα γίνεται από καλάμι κι όχι από κλαδί συκιάς ή κουφοξυλιάς, χωρίς όμως και να αποκλείεται.
Διαλέγουμε ένα χοντρό καλάμι, μακρύ από κόμπο σε κόμπο, και στον ένα κόμπο το αφήνουμε τελείως ανοιχτό, ενώ στην άλλη άκρη του  ανοίγουμε με ένα καρφί μια τρυπίτσα,  ένα με δυο χιλιοστά του μέτρου.

Ύστερα φτειάχνουμε και την κασιά. Βρίσκουμε πάλι μια ίσια βέργα, αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι από κυδωνιά ή κρανιά, διότι δεν πρόκειται να τη χτυπήσουμε για να βγάλει «μαλλί».
Εδώ αντί για «μαλλί» θα τυλίξουμε στην άκρη της κασιάς ένα κουρέλι σε τόσο πάχος που να κλείνει ερμητικά το στόμιο του καλαμένιου σωλήνα.
Για να έχει απόλυτη εφαρμογή και να μην «παίρνει αέρα»  το αυτοσχέδιο αυτό έμβολο, το βρέχουμε πρώτα.
Αν, πράγματι, το φτειάξαμε σωστό , πρέπει να λειτουργήσει! Δηλαδή, όταν το βάλουμε, με πατημένο ως το τέρμα το έμβολο, μέσα σε νερό και τραβήξουμε προς τα πίσω την κασιά, ο σωλήνας θα γεμίσει με νερό, που θα απορροφηθεί λόγω της ατμοσφαιρικής πίεσης που το αναγκάζει να εισέρχεται από την λεπτή τρυπίτσα, που βρίσκεται στο μπροστινό άκρο, καθώς το έμβολο  τραβιέται προς τα πίσω και δημιουργεί κενό.
Έτσι, γεμέτη νερό ή τσιουφλέκα, ήταν έτοιμη για ...επίθεση! Πατώντας με δύναμη το έμβολο, το νερό εκτοξευόταν κι έφτανε στο στόχο μας  κι από έξι μέτρα απόσταση.
Το παιχνίδι αυτό ήταν προσφιλές κατά τον Ιούνιο που πλησίαζαν οι εξετάσεις και φυσικά ολόκληρο το καλοκαίρι για όσους έμειναν στο χωριό κι είχαν την πολυτέλεια να παίζουν κι όχι να σκαλίζουν, να ποτίζουν, να κουβαλούν δεμάτια στα αλώνια ή να κάνουν οποιαδήποτε άλλη αγροτική εργασία κοντά στους γονείς τους.
Ήταν κάτι σαν το μπουγέλωμα που κάνουν οι μαθητές και σήμερα. Μόνο που εμείς αντί για πλαστικές σακούλες –που τότε δεν υπήρχαν-  ή δοχεία με νερό, εμείς είχαμε τις τσιουφλέκες που τις φτειάξαμε μόνοι μας και καμαρώναμε για την ευστοχία τους και την μεγάλη απόσταση που εκτόξευαν το νερό.

Μια  και μιλούμε για νερά και μπουγελώματα μάλλον πρέπει να αναφερθούμε και στον “τραχανά”.

 ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΑΧΑΝΑ  ...ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: