Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ



Ο ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ

Ανοιξιάτικες εξορμήσεις και αφορμές για συγκρούσεις.

«Άμα τω ήρι αρχομένω».

Έτσι αρχίζει ο Θουκιδίδης την αφήγηση του Πελοποννησιακού πολέμου. Την άνοιξη άρχιζαν οι πόλεμοι. Το χειμώνα οι ήρωες επαναπαύονταν στις δάφνες τους κι έτρωγαν από τα έτοιμα.

Μόλις ερχόταν η άνοιξη, όμως, ετοιμάζονταν για νέες περιπέτειες και νέα κατορθώματα.

Κάπως έτσι συνέβαινε και στα δικά μας χρόνια (μιλώ πάντα για τη δεκαετία του ‘50). Μόλις έμπαινε η άνοιξη, ξεχυνόμασταν στις εξοχές. Η άνοιξη έχει  αυτή την ιδιότητα: Ξυπνάει μέσα σου τη φυσιολατρία, τη βουκολική διάθεση, τον έρωτα αλλά και  τον πόλεμο. Άλλωστε, Μάρτης θα πεί πόλεμος: Mars  για τους Λατίνους είναι ο δικός μας Άρης!
Η φύση σε γαληνεύει αλλά και  σου αφυπνίζει   ένστικτα ζωώδη: Αυτοσυντήρηση κι επιβίωση του ατόμου,  αλλά και διαιώνιση του είδους.  Άρης κι Αφροδίτη.  Κι ύστερα ο Βάκχος κι ο Πενθέας που κατασπαράζεται διότι θαύμασε κρυφά την ομορφιά της ζωής και θέλησε να γνωρίσει τα μυστήριά της.  Η φύση , ο έρωτας , η καταδίωξη ο πόλεμος.  Και το μυστήριο της ζωής είναι ακριβώς αυτό: Κάθε τι όμορφο, σπουδαίο και μεγάλο γεννιέται μέσα από τη σύγκρουση. Μέσα από τον πόνο βγαίνει η ηδονή, μέσα από το θάνατο η ζωή. Μέσα από την αντίφαση η κατάφαση.  Ολόκληρη η φύση μια υπέροχη αντίφαση. Ολόκληρη η ζωή μια σύγκρουση.  Ηδονή που φέρνει τον πόνο , δημιουργία που ξυπνάει αισθήματα καταστροφής. Ένα υπέροχο χαρμάνι αισθημάτων, ορμών, ενστίκτων, αξιών, και επιδιώξεων που δίνουν κίνηση και δράση,  αλλά  κι ιδιαίτερο νόημα στη ύπαρξή μας.
Η πρώτη έξοδος προς τη φύση γινόταν με το κουβάλημα των κέδρων για την αποκριάτικη φωτιά. Η άλλη ευκαιρία ήταν , μάλλον,  ...αγγαρεία. Βγάζαμε τα μανάρια τις Κυριακές και τις γιορτές για βοσκή, διότι  αυτές τις μέρες είχε αργία ο βοσκός, -τον είχαμε με το μήνα- που βοσκούσε τα μανάρια του χωριού.  Υπήρχαν δυο τέτοιοι τσοπάνηδες στο χωριό. Ο ένας για τους κάτω μαχαλάδες, συγκέντρωνε τα γίδια (γίδια είχαμε, όχι πρόβατα ή γελάδια) στον Υψωμένο τον Πλάτανο στην είσοδο του χωριού , όπως ερχόμαστε από την Αγιά. Ο άλλος συγκέντρωνε τα γίδια των επάνω μαχαλάδων στην Πατσιούκα.

Οι άλλες δυο ευκαιρίες για έξοδο προς τη φύση, είχαν σχέση , καθαρά, με την ψυχαγωγία μας. Ήταν οι κούνιες κι οι χαρταετοί. Τα απογεύματα της Κυριακής ή κάποιας γιορτής (αργίας)  τα μεν αγόρια βγαίναμε να πετάξουμε τους αετούς τα δε κορίτσια  μαζεύονταν σε παρέες μικρές ή μεγάλες κι έφτειαχναν κούνιες  στα ψηλά δέντρα που υπήρχαν γύρω από το χωριό ή και μέσα στο χωριό.

Η κούνια γινόταν πρόχειρα με ένα σκοινί. Τριχιά το λέγαμε εμείς. Αλλού το λένε «φόρτωμα». Ήταν το σκοινί που χρησιμοποιούσαμε στο φόρτωμα των μουλαριών. Βρίσκαμε ένα δέντρο που να απλώνει ένα κλωνάρι μακριά από το κορμό του, ρίχναμε  το σκοινί, δένοντας μια πέτρα στην άκρη του, να περάσει πάνω από το κλωνάρι, κι ύστερα απλώς το δέναμε κάτω κι η κούνια ήταν έτοιμη. Το πολύ-πολύ να βάζαμε κάτω ένα τσουβάλι ή ένα χαλάκι ή μια ζακέτα - κάτι μαλακό, τέλος πάντων- για να μη μας κόβει το σχοινί. Τα κορίτσια κουνιόταν με τη σειρά. Ένα κορίτσι στην κούνια και τα άλλα από πίσω ή από το πλάι έσπρωχναν να πάει η κούνια όσο γίνεται ψηλότερα. Τα αγόρια, συνήθως τα μικρότερα, έπιαναν θέση πιο κάτω και περίμεναν τη στιγμή που  -συνήθως ποτέ δεν έρχόταν-  θα ανασηκώνονταν τα φουστάνια και φαινόταν τα γυμνά πόδια, ίσως και κάτι περισσότερο.
Δέντρα κατάλληλα για το κρέμασμα μιας κούνιας ήταν αρκετά στο μαχαλά μας. Στον Αγιοθωμά υπήρχαν τρεις ή τέσσερις θεόρατες βαλανιδιές.  Απέναντι –πιο νότια- ήταν ένα ισιάδι  που το λέγαμε στου Κοσμά ή του Αγίου Κοσμά. Είχε  δυο τεράστια πλατάνια. Το ένα, νομίζω, υπάρχει ακόμα. Δηλαδή, η κουφάλα του και λιγοστά κλωνάρια. Τότε  τα πλατάνια ήταν πολύ ψηλά και με φουντωμένες φυλλωσιές. Είχαν πολλά κλωνάρια από τα οποία μπορούσες να κρεμάσεις μια κούνια. Το μπαϊρι ήταν καταπράσινο κι είχε και νερό που έφτανε από την κρυόβρυση ως εκεί.

Ένα άλλο πλατάνι, κατάλληλο για κούνια, ήταν στου Μούμου. Επίσης υπήρχε ένα άλλο, πραγματικά θεόρατο, πλατάνι στου Σφήνιου.  Κι εκεί έφτειαχναν κούνια αλλά και στα Μπαϊρια υπήρχαν δέντρα κατάλληλα.  Έβλεπα από το σπίτι μου να κουνιούνται τα παιδιά αλλά ποτέ δεν έτυχε να βρεθώ εκεί και να δω από κοντά που έφτειαχναν τις κούνιες τους.
Το μεγαλύτερο «μάζωμα» γινόταν στου Κοσμά τον πλάτανο. Εκεί τα είχε όλα. Πλατάνια για κούνιες, νερό, όμορφο μέρος ανοιχτό, ίσιωμα (τα ισιώματα πολύ μας γοήτευαν διότι ήταν σπάνια στο χωριό) και αέρα για το πέταγμα των αετών από τα αγόρια. Εδώ συνδυάζονταν όλα. Γινόταν μεγάλο πανηγύρι τις κυριακές και τις γιορτές. Εκεί μαζευόμασταν όλοι.
Το ίδιο γινόταν στα Μπαϊρια για τα παιδιά των επάνω μαχαλάδων.  Τότε δεν υπήρχαν οι καφετέριες για τους έφηβους. Ούτε οι παιδικές χαρές για τα πολύ μικρά παιδιά. Άλλο σεργιάνι δεν είχαμε. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία οι κούνιες για να χαρούν οι μικρότεροι το παιχνίδι τους και οι μεγαλύτεροι να  ...«γαμπρίσουν»! Οι κοπέλες έρχονταν στις κούνιες με τα καλά τους.  Και τα παλληκαράκια επίσης.  Κλεφτές ματιές, χαμόγελα κρυφά, υπονοούμενα και ψεύτικες προσποιητές ντροπές για να μην προδωθεί το ενδιαφέρον. Από την άλλη τα αγόρια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να  τραβήξουν το ενδιαφέρον των κοριτσιών επιδεικνύοντας  τόλμη ,  δύναμη,  δεξιοτεχνία ,  ... την οποιαδήποτε δεξιοτεχνία και το οποιοδήποτε ταλέντο διέθεταν,  υπαρκτό κι ανύπαρκτο.

Όλα όσα ανέφερα μέχρι τώρα δεν είναι άσχετα με το θέμα που ξεκίνησα να αναπτύξω, δηλαδή τον πετροπόλεμο. Ίσα-ίσα που όλα αυτά μπορούσαν να δώσουν μια θαυμάσια αφορμή για μια σύρραξη.
Τα αίτια δεν έχουν σημασία. Για την αυτοδικαίωση των παρατάξεων αυτό που χρειάζεται είναι μια καλή αφορμή.
Άλλωστε, έτσι συμβαίνει και με τους πολέμους των μεγάλων. Η αφορμή μετράει! Πρώτον, διότι δίνεται μια φορά η κάθε μια και δεν πρέπει να τη χάσεις. Ύστερα, δίνει μια απόλυτα ευλογοφανή δικαιολογία για να …παρασπονδήσεις. Η αιτία ή οι αιτίες υπάρχουν μόνιμα κι είναι  άσχετες με την αφορμή. Πολλές φορές παράλογες ή και …ανύπαρκτες!

Κάπως έτσι γίνονταν και με τους πολέμους των δυο ομάδων του χωριού μου: Τα Απανάρια και τα Ακατνάρια.
Το κλέψιμο των κέδρων ήταν μια θαυμάσια αφορμή για να αρχίσει ο πόλεμος.  Τα Ακατνάρια, πολλές φορές, έστηναν ενέδρα στα Απανάρια καθώς επέστρεφαν από την κοπή των κέδρων και τους τα άρπαζαν. Μερικές φορές αποτολμούσαν να πάνε και στο χώρο που τα αποθήκευαν και τα φύλαγαν.
Καλλίτερη τοποθεσία για την ενέδρα ήταν το σημείο που αργότερα έγινε το υδραγωγείο.
Πήγαιναν ως εκεί κρυφά, παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις, και περίμεναν πίσω από βράχους, ρείκια ή πουρναριές, μέχρι να κατέβει η ομάδα  σβαρνίζοντας τα δεμένα κέδρα που έκοψε στην περιοχή του Αϊ-Θανάση.
Άρπαζαν αιφνιδιαστικά τα κέδρα και τα κατρακυλούσαν στην πλαγιά.

Μια άλλη καλή αφορμή κι ευκαιρία για σύρραξη έδιναν οι χαρταετοί. 

Στο χωριό μας ο πιο συνηθισμένος άνεμος είναι ο βοριάς (χιονιάς ή βαρδάρης που έρχεται από το Θερμαϊκό ακουλοθώντας τα παράλια).  Φυσούσε , δηλαδή, πιο συχνά από τη Γκορτσιά προς την Αλευριά, και πολύ σπάνια, μέχρι καθόλου, από την Αλευριά προς την Γκορτισά.  Αυτή η λεπτομέρεια σε άλλη περίπτωση δεν θα είχε καμιά σημασία και θα περμούσε απαρατήρητη.  Για το πέταγμα των χαρταετών, όμως, η κατεύθυνση του ανέμου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία. 

Σε περίπτωση που κοβόταν ο σπάγγος (καλούμπα) από έναν αετό  της Αλευριάς , καθώς είχε σηκωθεί από του Κοσμά τον πλάτανο,  ανάλογα με την ταχύτητα  του ανέμου, θα πήγανε στο Λάκκο της Γιργίτσας , απέναντι στα Μπαντέμια ή το πολύ-πολύ να έφτανε στη Μπούρκα αν φυσούσε πολύ δυνατά.

Σε περίπτωση που κοβόταν η καλούμπα κάποιου αετού που σηκώθηκε (υψώθηκε, λέγαμε τότε) από τα Μπαϊρια,  θα ερχόταν κατευθεία στην Αλευριά.  Μιλάμε, βέβαια, για τους μεγάλους αετούς και με καλούμπα πολλών μέτρων.  Οι μεγάλοι αετοί είχαν στο σκελετό τους καλάμια που ξεπερνούσαν το ένα μέτρο.  Βέβαια, δεν μπορώ να πώ με σιγουριά πόσο ύψος είχαν  ακριβώς, αλλά θυμάμαι πως κάποιοι μεγάλοι αετοί έφταναν στο μπόι μας. Υπολογήστε, λοιπόν, πως ήταν στο ύψος ενός δεκάχρονου ή εντεκάχρονου παιδιού.
Τέτοιους αετούς λίγοι  μπορούσαν να έχουν. Στη γειτονιά μας θυμάμαι τον Αλέξη Μασούρα, το Γιάννη τον Καλακά , τους Μουμαίους με το θείο τους το Σταύρη το Ποτό, τον Κουβαρά (Αντώνη, νομίζω τον έλεγαν). Σε καλούμπα, όμως, τους περνούσε όλους ο Αλέξης ο Μασούρας.
Από τα Απανάρια δεν ξέρω  ποιοι είχαν μεγάλους αετούς, αλλά ακουγα το όνομα του Φώτη του Γουργιώτη.
Όταν, λοιπόν, πετούσαν το αετό τους τα Απανάρια με βοριά, εμείς περιμέναμε να κοπεί η καλούμπα και να τον κλέψουμε.  Πολλές φορές συνέβαινε από μόνο του. Η δύναμη του αέρα για ένα μεγάλο αετό είναι αρκετά μεγάλη και , φυσικά, ικανή να κόψει το σπάγκο.  Εμείς , όμως, δεν περιμέναμε να συμβεί τυχαία. Το προκαλούσαμε. Πηγαίναμε στα Πλάια (έτσι λέγαμε την πλαγιά που κατηφορίζει από τη Γκορτσιά προς την Αλευριά),  ανεβαίναμε την πλαγιά με χίλιες δυο προφυλάξεις, πλησιάζαμε το σημείο από το οποίο πετούσαν τον αετό και περιμέναμε την ευκαιρία που η “κοιλιά”  της καλούμπας θα έπεφτε τόσο χαμηλά ώστε να την φτάσουμε και να την κόψουμε.  Αυτό, όμως ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Έπρεπε να πλησιάσεις πολύ. Τόσο πολύ που ήταν δύσκολο  να μην γίνεις αντιληπτός.
Γι’ αυτό κι εμείς προτιμούσαμε μια άλλη ταχτική. Δέναμε στην άκρη μιας άλλη καλούμπας -που κουβαλούσαμε στην τσέπη μας- μια πέτρα και την
πέτουσαμε  έτσι ώστε να περάσει πάνω από την καλούμπα του αετού. Δύσκολο,  …αλλά τις περισσότερες φορές κατορθωτό.  Όταν το μάκρος της καλούμπας είναι πολύ μεγάλο η  καλούμπα κάνει μεγάλη “κοιλιά” από το βάρος του σπάγκου.
Πέφτει πολύ χαμηλά, σχεδόν σέρνεται στη γη, ιδίως μερικές φορές που η φορά του ανέμου αλλάζει και δημιουργεί ανοδικό ρεύμα στην περιοχή που κινείται ο αετός. Τότε παρατηρείται το φαινόμενο: ο σπάγκος να κρέμεται από τον αετό σχεδόν κατακόρυφα κι όλη η υπόλοιπη καλούμπα  -εκατό και διακόσια μέτρα- να κάνει “κοιλιά”  παράλληλη προς το έδαφος  έτσι που να μπορείς να την πιάσεις.
Με αυτό το κόλπο κλέβαμε τους αετούς από τα Απανάρια.
Μόλις κόβαμε το σπάγκο, ο αετός κάνοντας ναζιάρικες κινήσεις ταξίδευε προς την Αλευριά κι έχανε διαρκώς ύψος. Την ίδια στιγμή η ατμόσφαιρα τρανταζόταν από κραυγές.  Κραυγές αγανάκτησης και διαμαρτηρίας από τα Απανάρια που ζητούσαν εκδίκηση, και  φωνές θριάμβου από τα Ακατνάρια που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του εγχειρήματος από απέναντι -διάσπαρτοι στους μπαχτσέδες- και τώρα πανηγύριζαν την επιτυχία της επιχείρησης.
Αυτό ήταν! Σε λίγο ο πετροπόλεμος ξεκινούσε. Τα Απανάρια έτρεχαν πρώτα να πιάσουν αυτούς που έκοψαν την καλούμπα.  Άλλοι έτρεχαν να προλάβουν να πάρουν το αετό όταν θα πέσει.  Προσπαθούσαν να υπολογίσουν (σύμφωνα με το ύψος που είχε ο αετός κι ανάλογα με την ταχύτητα του αέρα)  πού θα πέσει ο αετός!  Το ίδιο, όμως, έκαναν κι οι άλλοι από απένται, τα Ακατνάρια.
Όταν  τα παιδιά των δυο ομάδων , τρέχοντας κι αναζητώντας τον αετό,  πλησίαζαν σε απόσταση βολής, έπιαναν τις πέτρες.
Μερικοί είχαν τρομερό σημάδι.  Στα πενήντα μέτρα σε σημάδευαν  και σε πετύχαιναν σίγουρα!  Κι ο διάολος έβαζε την …ουρά του κι όλο τα κεφάλια πετύχαιναν. Όλοι είχαμε …τρύπια κεφάλια στο χωριό. Προσωπικά έχω πάνω από πέντε σημάδια!
Και με σπασμένα κεφάλια, πολλές φορές και με κλάματα, με δάκρυα στα μάτια να τρέχουν ποτάμι στα μάγουλα  και να σμίγουν με τα αίματα, συνέχιζαν τον πόλεμο και αποζητούσαν απελπισμένα να πάρουν το αίμα πίσω.

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα επακολουθούσε ολιγόλεπτη ηρεμία για ανασύνταξη και ανεφοδιασμό. Μαζεύαμε πέτρες αφού πρώτα εξασφαλίζαμε  μια θέση πίσω από δέντρο ή βράχο, φτειάχναμε σωρούς τις πέτρες μπροστά μας και κάποια στιγμή που όλοι ήμασταν έτοιμοι κι οι αντίπαλοι είχαν ξεμυτίσει έδινε κάποιος το σύνθημα κι άρχιζε καταιγισμός από πετροβολητό.
 Αν καταφέρναμε να τους αιφνιδιάσουμε   είχαμε πετύχει. Με φωνές και πετροβολητό ασταμάτητο δημιουργούσαμε στους αντιπάλους πανικό και τους αναγκάζαμε σε άτακτη φυγή.  Πολλές φορές παίρναμε θάρρος και περνώντας το ρέμα τους κυνηγούσαμε και πέρα από τα σύνορά μας.
Το χειρότερο ήταν , όπως και στις “κλοτσιές” και στο “χιονοπόλεμο”, να πιαστείς αιχμάλωτος. Ο αιχμάλωτος πλήρωνε για όλους. Το τι τραβούσε εξαρτιόταν από  αυτόν που τον έπιασε και την παρέα του. Αν πέρα από την κλοπή του αετού είχε κι άλλες αντιπάθειες, διαφορές και εκκρεμείς λογαριασμούς,  πλήρωνε συνολικά για όλα.
Οι εκκρεμότητες και διαφορές –συνήθως- είχαν σχέση με το τρίτο λόγο που θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν πετροπόλεμο:  τη γυναίκα!  Σερσέ λα φαμ , που λένε και οι Γάλλοι.  Από την εποχή του Ομήρου, ακόμα, οι πόλεμοι γίνονταν για μια ωραία Ελένη.  Στη Μελίβοια στη γη που έζησε ο Φιλοκτήτης, ο οποίος έλαβε μέρος στην εκστρατεία για την Ελένη στην Τροία, δεν θα μπορούσε  να γίνεται αλλιώς  και η γυναίκα να μην αποτελεί  αιτία  σύρραξης.
Στις κούνιες που κουνιόταν οι κοπελιές,  φυσικό ήταν να μαζεύονται και τα παλληκαράκια που γάμπριζαν. Κι εκεί στο νυφοδιάλεγμα όλο και κάποια παρεξήγηση θα γινόταν. 
Η τιμή της αδελφής ήταν σοβαρότατος λόγος για να ζητήσει κάποιος εξηγήσεις και η συζήτηση να καταλήξει σε καυγά. Επίσης η σύμπτωση  των ενδιαφερόντων και η διεκδίκηση της ίδιας κοπελιάς από δυο μουστερήδες, ήταν, επίσης, λόγος αρκετός για να συμβεί η παρεξήγηση και να στηθεί ο σαματάς που κατέληγε πρώτα σε   διμερή συμπλοκή κι ύστερα σε εκτεταμένη σύρραξη.
Εμείς , τότε, ήμασταν μικροί και δεν τα καταλαβαίναμε αυτά. Δεν ξέραμε από γυναικοδουλειές. Πολύ αργότερα, έφηβοι ή άντρες πλέον κι εμείς,  φέρνοντας ξανά στη μνήμη μας πρόσωπα και πράγματα, βγάζαμε το συμπέρασμα πως  για ό,τι είχε συμβεί τότε, αιτία ήταν το φουστάνι. Προσωπικά είχα γίνει μάρτυρας τέτοιων  διενέξεων αρκετές φορές.
Όποια κι αν ήταν η αιτία, ή  η αφορμή  …σημασία έχει η κατάληξη.  Και η κατάληξη ήταν πάντα  πετροπόλεμος. Αυτό ήταν που μας ενδιέφερε!  Ναι, για μας ήταν ήταν πανηγύρι. Χαζευτήρι  και περιπέτεια που πολύ την απολαμβάναμε. Δεν ξέρω γιατί αλλά ο κίνδυνος μας γοήτευε. Το ρίσκο μας διασκέδαζε.  Η αγωνία κι ο φόβος ήταν για μας πηγές απέραντης συγκίνησης!  Ήταν , πράγματι, …ηρωικά χρόνια. 

Ο πετροπόλεμος πάντα τελείωνε με θύματα. Οι τραυματισμοί ήταν αναπόφευκτοι.  Με άλλα λόγια δεν υπήρχε περίπτωση, να γίνει πετροπόλεμος και να μην σπάσει, τουλάχιστον, ένα κεφάλι.
Όλα αυτά , σας διαβεβαιώ, καθόλου δεν μας αποθάρρυναν.  Ισα-ίσα που το είχαμε καμάρι να είμαστε τραυματίες “πολέμου”.  Ήταν “παράσημο” και δείγμα αντρείας.
Πέρα από το μεγάλο, ας πούμε, πετροπόλεμο που λάβαινε χώρα ανάμεσα στα Απανάρια και τα Ακατνάρια,  πολλοί άλλοι λάβαιναν χώρα για του “ψύλλου πήδημα” ανάμεσα  σε παιδιά μικρότερων μαχαλάδων, ανάμεσα σε παρέες ενός μαχαλά ακόμα κι ανάμεσα σε φίλους που για το παραμικρή διαφωνία η λύση δινόταν με πέτρες.

  Με τους φίλους μου , θυμάμαι, πετροβοληθήκαμε δεκάδες φορές και μάλιστα με αιματηρές συνέπειες.
Ο Σταύρος ο Μούμος μου “χάρισε” ένα σημάδι στο δεξί μου φρύδι που ακόμα φαίνεται. Παίζαμε στου Ζιάκα το Μπαϊρι (μια αλάνα που εκτείνεται από του Κουβαρά ως του Αλέξη Τσαλαβούρα) και διαφωνήσαμε για το ποιος κέρδισε στο παιχνίδι με τις σημάδες (αμάδες τις λένε αλλού). Τότε αυτός χωρίς πολύ σκέψη άρπαξε μια πέτρα  και με σημάδεψε κατευθεία στο κεφάλι.  Το ίδιο, όμως, έκαμα κι εγώ στον Τάκη το Μούμο μια μέρα στο σχολείο καθώς πετούσαμε τις χελιδόνες στην κατηφοριά. Με μια πέτρα του έκοψα το επάνω χείλι κι έφαγα το ξύλο της χρονιάς από τον Μπετσετέ, το δάσκαλο!
΄Ετσι λύναμε τότε τις διαφορές.
Ίσως να σκέφτεστε πως αυτά συνέβαιναν τότε, διότι ο κόσμος ήταν αγράμματος , απολίτιστος και ακαλλιέργητος.
Δε νομίζω!
Τα ίδια συμβαίνουν και σήμερα (χούλιγκανς, διαδηλωτές, αναρχικοί, κλπ) που οι άνθρωποι και γράμματα έμαθαν και  επιστήμες σπούδασαν και πολιτισμένοι λογίζονται.
Και το περίεργο είναιι πως δεν συμβαίνουν πλέον στη Μελίβοια  ή σε κάποιο άλλο κουτσοχώρι, αλλά στις μεγαλουπόλεις που ο πολιτισμός κι η μόρφωση περισσεύουν.


Στο ΕΠΟΜΕΝΟ  άλλες ήπιας μορφής συρράξεις.