Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

ΜΙΑ ΜΟΥΡΙΑ ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ


Η φωτογραφία είναι από το ιστολόγιο: Μελίβοια του Νίκου Τσιντσιράκου.

ΜΙΑ ΜΟΥΡΙΑ ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ

Στην κεντρική πλατεία του χωριού ήταν το Μπακάλικο του Γάλλου. Δεξιά από την είσοδο του μπακάλικου υπήρχε μια μουριά. Παντού υπήρχαν μουριές στο χωριό μας τότε. Με τα φύλλα της μουριάς θρέφαμε , κυρίως, μεταξοσκώληκες αλλά και τα μανάρια, δηλαδή τα οικόσιτα γιδοπρόβατα, αλλά κι άλλα θηλαστικά!
Τούτη η μουριά, όμως, δεν χρησίμευε μόνο για να δίνει τα φύλλα της και τη σκιά της. Στα κλωνάρια της στηρίζονταν τα τσιγκέλια, από όπου οι χασάπηδες κρεμούσαν τα σφαχτά τους. Με άλλα λόγια ήταν ένα είδος , ας πούμε, υπαίθριου κρεοπωλείου.
Ναι, πράγματι σ᾽αυτή τη μουριά, θυμάμαι, πολλές φορές, τις παραμονές των εορτών και κάποια Σάββατα, ο Γρηγόρης Γουργιώτης ( Λιόλιος) κρεμούσε εκεί τα σφάγια που είχε για πούλημα.
Τα έσφαζε πρώτα , εννοείται, υπαίθρια και σε κοινή θέα, πιο κάτω από την είσοδο της πλατείας ( προς τη μεριά της βρύσης), στο σταυροδρόμι για τον Κούκουρδα, στου Παρπαγαντζή. Έτσι λεγόταν το κομμάτι αυτό του δρόμου, μπροστά από του Κυλινδρή (Τάκου) το καφενείο. Υπήρχαν κι εκεί μουριές. Μια στη γωνία του Ευθυμιάδη -Κουβαρά κι οι άλλες πλάι στο δρόμο προς το γκρεμό, αλλά εκεί δεν κρεμούσαν κρέατα, διότι ήταν τα κοινοτικά αποχωρητήρια δίπλα, σε μικρή απόσταση, και…βρομούσε απαίσια. Μόνο καμιά φορά, όταν υπήρχε συνωστισμός σφαγέων, κρεμούσαν και σ᾽αυτές τις μουριές, αλλά όχι για πολύ και μόνο από ανάγκη.
Τότε δεν υπήρχε υγειονομικός έλεγχος! Ούτε σφαγεία υπήρχαν. Όχι μόνο στη Μελίβοια, αλλά και στα άλλα χωριά , από όσο μπορώ να ξέρω, δεν υπήρχαν σφαγεία όπως τα σημερινά, και παντού έσφαζαν υπαίθρια, χωρίς τις κατάλληλες υγειονομικές προϋποθέσεις.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων ο δρόμος αυτός , σ᾽αυτό το σημείο, στου Παρπαγατζή, …γινόταν κατακόκκινος από το αίμα, και το σκούξιμο των γουρουνιών αντιλαλούσε σε όλη τη ρεματιά και ξυπνούσε ολόκληρη την Αλευριά.
Άλλοι χασάπηδες της εποχής ήταν ο Φυτιλής, που περισσότερο δούλευε στο κρεοπωλείο του στην Αγιά, ο Γκουντάρας που κι αυτός αργότερα συνεργάστηκε με το Φυτιλή , ο Χαρατσής( ο Γάτος) κι άλλοι που δεν θυμάμαι. Ανέφερα αυτούς, διότι ήταν επαγγελματίες χασάπηδες κι έμποροι ζώων. Εκτός , όμως, από αυτούς, …ήταν κι όλοι οι άλλοι κτηνοτρόφοι του χωριού, που έσφαζαν μόνοι τους, και χωρίς μεσάζοντες πουλούσαν το κρέας στους συγχωριανούς. Τότε όλοι οι κτηνοτρόφοι ήξεραν να σφάζουν και να γδέρνουν, αλλά και οι μή κτηνοτρόφοι πολλές φορές!
Έσφαζαν, λοιπόν, και τα κρεμούσαν στη μουριά, είχαν κι ένα κρεατοσάνιδο εκεί δίπλα να λιανίζουν το κρέας κι όσο για ζύγισμα , …τους εξυπηρετούσε ο Βασίλης ο Γάλλος με τη ζυγαριά του μπακάλικου. Ερχόταν ο κάθε νοικοκύρης, έβλεπε, ρωτούσε, εξέταζε κι αν αποφάσιζε, διάλεγε το κομμάτι κι ο Λιόλιος το έκοβε στο πι και φι!
Συνήθως τα σφάγια ήταν προπουλημένα εξολοκλήρου ή κατά ένα μεγάλο μέρος. Δηλαδή, αν ο χασάπης ή ο κτηνοτρόφος ήθελε να σφάξει, ας πούμε, ένα ζώο …περνούσε από καφενείο σε καφενείο κι ενημέρωνε όλους όσους ήθελε να εξυπηρετήσει ή να τους ¨φορτώσει¨ κρέας ! Τους έλεγε …ότι πρόκειται να σφάξει ένα …μανάρι καλοθρεμμένο ή ένα ζυγούρι ή ένα βετούλι ή του γάλακτος εξαιρετικό πράμα… κι αν ήθελαν, να αγοράσουν. Υπολόγιζε, δηλαδή, στους φίλους και τους συγγενείς και στο φιλότιμό τους ή την υποχρέωση που του είχαν.
Έτσι κάποτε, ο ξάδερφός μου ο Κωστάκης Χαρατσής (Σφήνιος), επειδή μια γίδα που είχαν μανάρα στο σπίτι, -είχαν και κοπάδι- εκεί που ήταν δεμένη στο κτήμα να βόσκει, μπλέχτηκε με το σκοινί (σκοινιάστηκε) και …πνίγηκε (απαγχονίστηκε) , για να μην την πετάξει στα σκυλιά , θεώρησε πως έπρεπε να τη γδάρει και να την πουλήσει ως κρέας στους φίλους και συγγενείς.
Είχε πάρει κι ο πατέρας μου - αν ήταν δυνατόν να μην πάρει από τον ανεψιό - καναδυό οκάδες, ίσως και τρεις.
Πήρε κι ο Γιάννης Χαρατσής (ο Ζαχαρός) ο γαμπρός μας, ο άντρας της Ερμιόνης και πατέρας του Χρήστου , του Μίλτου και του Θωμά.
Χαρατσήδες ήταν κι οι δυο, αλλά συγγένεια δεν είχαν , απ᾽όσο μπορώ να ξέρω. Επειδή, όμως, ο Κωστάκης ήταν ξάδερφος της γυναίκας του της Ερμιόνης, …με μαγάλη ευχαρίστηση, πήρε, πολύ κουβαρδαλίδικα, πέντε οκάδες.
Δυστυχώς , όμως, για τον Κωστάκη, έμαθε ο Ζαχαρός πως η γίδα δεν σφάχτηκε, αλλά κρεμάστηκε και ….ψόφησε, και θύμωσε παρα πολύ. Θεώρησε πως τον κορόιδεψαν κι από τότε έκοψε την καλημέρα σε όλους τους Σφηναίους. Όσο κι αν παρακαλέσαμε οι υπόλοιποι , περνώντας τα χρόνια, να τους συμφιλιώσουμε, δεν έγινε τρόπος. Μέχρι που πέθανε ο Ζαχαρός ,καλημέρα στο Σφήνιο δεν είπε.

Παραγιοί μαθητές

Παραγιοί μαθητές

Στη δεκαετία του ᾽50, που πήγαινα σχολείο, οι μαθητές έπρεπε , εκτός από τη μελέτη, που θα τους εξασφάλιζε την καλή επίδοσή τους στα μαθήματά τους, να κάνουν κι άλλες δουλειές που θα τους εξασφάλιζαν την ¨εξωθεν καλή μαρτυρία¨, πως είναι καλά και υπάκουα παιδιά, ... προκομμένα, που σέβονται τους μεγαλυτέρους και τηρούν τις παραδόσεις. Οι δουλειές αυτές ήταν κάτι σαν τις αγγαρείες στο στρατό. Θα τολμούσα, μάλιστα, να πω πως το σχολείο ήταν στρατός σε μικρογραφία ή απομίμηση. Ο κάθε δάσκαλος μπορούσε , ήταν πολύ φυσικό, να σε απασχολεί σε οποιαδήποτε δουλειά εκτός αίθουσας.
Ο δάσκαλος φώναζε δυο τρία ονόματα ή απλώς έδειχνε με το δάχτυλο κάποιους κάπως έτσι:
- Εσύ, εσύ, …ο διπλανός κι ο …Κώστας (ας πούμε), να πάτε να κόψετε ξύλα.
Δεν έλεγε ούτε ¨σας παρακαλώ¨ ούτε ¨αν θέλετε και μπορείτε¨. Απλώς διέταζε! Να γιατί είπα πως το σχολειό ήταν κάτι σαν στρατός! Για μας τότε αυτή η συμπεριφορά των δασκάλων ήταν απόλυτα σωστή κι εναρμονισμένη στα ειωθότα της εποχής. Το λέω , όμως, διότι πρόσφατα άκουσα πως γονέας διαμαρτυρήθηκε, επειδή η δασκάλα ζήτησε από μαθητή, να μαζέψει το σακκουλάκι -από τα γαριδάκια που έφαγε ο ίδιος ο μαθητής- από το δάπεδο της αυλής, όπου ό ίδιος το πέταξε.
Για να είμαι ειλικρινής ούτε κι αυτή η αμέτοχη κι ανεύθυνη στάση του μαθητή μου αρέσει. Αλλά, με αυτό ας ασχοληθούν οι δάσκαλοι, κοινωνιωλόγοι και γονείς του μέλλοντος. Εγώ , περισσότερο, θέλω να αναφερθώ , για ιστορικούς λόγους, στο τι γινόταν στα δικά μας μαθητικά χρόνια, δηλαδή τη χρονική περίοδο 1953 -1959.
Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, υπήρχαν δουλειές σχετικές με το σχολείο.
Κάθε πρωί έπρεπε κάποιος να χτυπά την καμπάνα για την προσέλευση των μαθητών. Το ίδιο και το απόγευμα, γιατί τότε είχαμε μάθημα και το απόγευμα. Για το λόγο αυτό, από την αρχή της χρονιάς ή κάθε βδομάδα, ο δάσκαλος της έκτης όριζε μαθητές που θα χτυπούσαν την καμπάνα. Δυο μαθητές , τουλάχιστον, κάθε μέρα έπρεπε να χτυπούν ο ένας την καμπάνα στο καμπαναριό στον Αι-Νικόλα (Αγινκόλα) κι ο άλλος την καμπάνα που ήταν κρεμασμένη σε ένα δέντρο (μουριά αν δεν κάνω λάθος, …ίσως και ακακία) που βρισκόταν δεξιά στην είσοδο του προαυλίου της Αγίας Παρασκευής, γέρνοντας προς το δρόμο που περνάει μπροστά από το σπίτι του Αναγνωστούλη. Αυτοί οι μαθητές έπρεπε να ξυπνήσουν από τα χαράματα και να πάνε να περιμένουν, μέσα στο κρύο ή στη ζέστη, κοντά σε κάποιο μαγαζί που είχε ρολόι, για να παρακολουθούν την ώρα κι όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή να χτυπήσουν την καμπάνα.
Εμείς στην Αλευριά και στους κάτω μαχαλάδες είχαμε το ρολόι που ηταν στο μπακάλικο του Βασίλη του Γάλλου. Βρισκόταν σε ένα ράφι ακριβώς απέναντι από το παράθυρο και μπορούσαμε να βλέπουμε καθαρά την ώρα, αρκεί να κολλούσαμε το πρόσωπό μας στο τζάμι και να βάζαμε δεξιά κι αριστερά τις παλάμες μας κάνοντας σκιά για να μην ….καθρεφτίζει (το τζάμι)!
Στην επάνω γειτονιά, στον Αγινκόλα, δεν ξέρω πού κοίταζαν για την ώρα. Πιθανόν στο μπακάλικο του Μουσίκου (Μπουζούκη) ή στης κυρα-Μαρίας της Μποϊλούς! Στα σπίτια μας δεν είχαμε ρολόγια. Αυτό ήταν πολυτέλεια. Ούτε κι όλα τα μαγαζιά είχαν. Στου Κορδίλα, ας πούμε, δεν θυμάμαι να είχε, διότι αν είχε, μια κι ήταν πιο κοντινό στην καμπάνα, θα έπρεπε να κοιτάζουμε εκεί. Εκεί στο πεζούλι του Γάλλου περίμενα πολλά μισάωρα, με παγωνιές και καύσωνες, για να χτυπήσω την καμπάνα.
Κάθε πρωί, επίσης, κατά τη διάρκεια των μηνών του χειμώνα, κάποιος ή κάποιοι έπρεπε να ανάβουν τη σόμπα πολύ πριν έρθουν οι δάσκαλοι κι οι μαθητές. Και αυτοί οι μαθητές ορίζονταν , μόλις έμπαινε ο χειμώνας, από το δάσκαλο και με τη σειρά δυο-δυο ή τρεις-τρεις ξυπνούσαν από τα χαράματα για να προλάβουν να ανάψουν τη σόμπα. Το άναμα της σόμπας δεν ήταν εύκολη δουλειά. Τότε δεν χρησιμποιούσαμε πετρέλαιο ούτε δαί ή άλλο προσάμα εύφλεκτο. Χαρτιά και πελεκούδια μόνο και πάλι δεν τα είχαμε πάντα. Μερικές φορές χρησιμοποιούσαμε και ρείκια ξερά αν είχαμε. Τα μάτια μας έτρεχαν ποτάμι από τον καπνό μέχρι να ανάψει και να αρχίσει να ¨τραβάει¨ ενώ το κεφάλι μας γινόταν ¨καζάνι¨από το φύσημα.
Άλλες δουλειές για το σχολείο ήταν το καθάρισμα των αποχωρητηρίων, το καθάριασμα των περιξ του σχολείου χώρων, το κουβάλημα κλάδων κουμαριάς και δάφνης (βάια) για την κατασκευή στεφανιών και τη διακόσμηση του σχολείου και του κοινοτικού καταστήματος με την κατασκευή αψίδων. Αυτές γίνονταν για δυο φορές το χρόνο, τουλάχιστον!
Το καθάρισμα των αφοδευτηρίων ήταν σκληρή και βρομερή δουλειά. Κουβαλούσαμε με τους κουβάδες νερό από την μεγάλη βρύση που ήταν στα σύνορα της Αλευριάς. Όλοι οι μαθητές των μεγάλων τάξεων από ένα κουβά. Πάνω από εκατό κουβάδες! Για τα υπόλοιπα που αφορούν τον καθαρισμό, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Παρόλο που δεν ήμασταν ασυνήθιστοι στο να βλέπουμε ακαθαρσίες (υπήρχαν παντού ακαθαρσίες: Στους δρόμους, στις πλατείες, στους μπαχτσέδες, στις αστρέχες των σπιτών και του σχολείου. Τα αφοδευτήρια δεν είχαν βόθρους και τα λύματα έτρεχαν σαν ¨διακοσμητικά¨ ρυάκια προς το κοντινό ρέμα. ) …πολύ, σιχαινόμουν αυτή τη δουλειά.
Για τον καθαρισμό του χώρου του σχολείου φέρναμε όλοι φτυάρια, σκούπες (από ρείκια ή ασπροφόκαλα), καρότσια , όσοι είχαν, και φυσικά νερό.
Πετούσαμε τὀνους πέτρες, χώματα κι άλλα σκουπίδια από τις αστρέχες του σχολείου, την αυλή και τους γύρω χώρους και από την πλατεία του Αγινκόλα.
Αν σκέφτεστε με δυσπιστία που βρίσκονταν τόσα σκουπίδια και μπάζα υπάρχει απάντηση. Πρώτον ο καθένας μπορούσε να πετάξει τα σκουπίδια του όπου ήθελε. Ύστερα ήταν κι όλα όσα κατέβαζε το νερό της βροχής. Το στενό, ας πούμε, εκεί στου Καρακίτσιου, καθώς πάμε για την Παναγία και το παλιό σχολείο, πάντα όταν έβρεχε δυνατά γέμιζε από μπάζα. Το ίδιο και η Πλατεία του Αι-Νικόλα!
Πέρα από αυτές τις εργασίες ήταν κι άλλες μικρότερης δυσκολίας, ορισμένες καθημερινές , συχνές, κι άλλες έκτακτες. Παράδειγμα, το κόψιμο του τυριού σε κομματάκια (μερίδες) για το πρωινό ρόφημα. Το άνοιγμα των των κουτιών (κυλινδρικές κονσέρβες των 3 κιλών) με το μαχαίρι (τα ανοιχτήρια ήταν κι αυτά πολυτέλεια). Η εξαγωγή του τυριού. Το τυρί δεν έβγαινε εύκολα από το κουτί. Στην αρχή το κομμάτιαζαν κακήν κακώς (το σκυλόκοβαν , όπως θα λέγαμε) και το έβγαζαν κομμάτι -κομμάτι! Ο Βαγγέλης ο Μούμος , όμως , έκαμε μια εφεύρεση: Κάρφωσε ένα καρφί βαθιά, μέχρι το κεφάλι, στην κάσα της πόρτας του μαγειρείου, κι ύστερα έπιανε το κουτί αναποδογυρισμένο (με το στόμιο προς τα κάτω) και το έσερνε (σβάρνιζε) προς τα κάτω, κολλημένο πάνω στο ξύλο, έτσι ώστε να βρίσκει πάνω στο καρφί και να φρενάρει απότομα. Αυτό επαναλαμβανόταν πολλές φορές και η αδράνεια …έβγαζε το τυρί σιγά-σιγά έξω.
Υπήρχε και μια δουλειά …σκέτη χαμαλίκα! Ήταν το κουβάλημα των κιβωτίων για τα συσσίτια. Τα κιβώτια που είχαν τυρί ή βούτυρο, περιείχαν 6 κουτιά κι ηταν γύρω στα 18-20 κιλά. Αυτά που είχαν γάλα ήταν ελαφρότερα. Τα κουβαλούσαμε από τη Μεγάλη Βρύση. Ναι, τότε δεν περνούσε αυτοκίνητο μέσα στο χωριό, ώστε να φτάσει μέχρι το σχολείο, δηλαδή στον Αι-Νικόλα. Το πολύ πολύ να διακυνδύνευε ο αυτοκινητιστής να φτάσει ως την κάτω πλατεία, στου Γάλλου. Πιο πάνω δεν πήγαινε. Η γωνία του Αδαμούλη έβγαινε τότε πολύ έξω κι υπήρχε και μια κληματαριά που εμπόδιζε. Ακόμα και στη μεγάλη βρύση πολύ λίγοι αυτοκινητιστές έρχονταν. Συνήθως σταματούσαν στου Καλαγιά. Το πέρασμα στου Γούτσιου ήταν πολύ στενό. Κάποτε έπεσε κάποιος πάνω στο σπίτι του Μπαλογιάννη κι έμεινε εκεί το αυτοκίνητο για περισσότερο από ένα μήνα, κι ο οδηγός σε αφασία στο νοσοκομείο.
Αν λάβουμε υπόψη πως τα κιβώτια των συσιτίων τα αποθηκεύαμε άλλοτε στο κοινοτικό κατάστημα κι άλλοτε στο Σχολείο ή στο σπίτι του Οικονόμου (χρησιμοποιήθηκε κάποτε κι ως αίθουσα διδασκαλίας), αντιλαμβάνεστε πόσο δρόμο κάναμε φορτωμένοι και πόσο επίπονη ήταν αυτή η…αγγαρεία!

Στη συνέχεια : Δουλειές ιδιαίτερα για τους δασκάλους



Υπηρετώντας τους δασκάλους
Εκτός από αυτές τις δουλειές που γίνονταν για το σχολείο κι είχαμε - ας πούμε- μια κάποια υποχρέωση ως μαθητές, αφού ήταν για το δικό μας καλό, υπήρχαν κι εκείνες που γίνονταν για προσωπικό συμφέρον κι εξυπηρέτηση των δασκάλων κι όχι για τη σχολική κοινότητα.
Όταν ήμουν -θαρρώ- στην τετάρτη τάξη, ήρθαν καινούριοι δάσκαλοι. Ο κύριος Εμμανουήλ Στυλιανάκης με τη σύζυγό του κυρία Αθανασία Παρίση κι ο κύριος Μπετσετές Κωνσταντίνος κι αυτός με τη γυναίκα του αλλά όχι δασκάλα.
Οι προηγούμενοι δάσκαλοι ήταν όλοι ελεύθεροι, δηλαδή ανύπαντροι. Οι νέοι, που ήρθαν, ήταν παντρεμένοι και με παιδιά μικρά, μωρά ή νήπια νομίζω. Ένας εργένης σπάνια -ή και καθόλου- θα χρειαστεί να ζητήσει από μαθητές να πάνε για δουλειές στο σπίτι του. Οι ανάγκες του εργένη είναι , θα λέγαμε, απλοποιημένες. Ένα κρεβάτι κι ένα πιάτο φαΐ, που λέει ο λόγος! Η οικογένεια έχει απαιτήσεις και πρόσθετες ανάγκες.
Ο Στυλιανάκης και η γυναίκα του την πρώτη αγγαρεία που ζήτησαν από μαθητές, ήταν το κουβάλημα του νερού. Το νερό τότε ήταν μεγάλο πρόβλημα. Έπρεπε να το κουβαλούν με τα γκιούμια από τη μεγάλη βρύση.
Ευτυχώς που τις επόμενες χρονιές έγινε το υδραγωγείο κι εκτός από τη μεγάλη βρύση (που υπήρχε πάντα από παλιά) στην Αλευριά, τοποθετήθηκαν κι άλλες βρύσες σε διάφορα σημεία του χωριού. Μία βρύση είχε τοποθετηθεί στην είσοδο της πλατείας του Αι-Νικόλα. Ο Στυλιανάκης έμενε σε ένα σπίτι που ήταν σε ένα στενό πίσω από της Μποϊλούς. Σχετικά μικρή η απόσταση. Πριν , όμως, η απόσταση μέχρι τη μεγάλη βρύση ήταν αρκετά μεγάλη και η κούραση μεγαλύτερη. Ωστόσο, νομίζω πως κι οι μαθητές με τη θέλησή τους και με ευχαρίστηση πήγαιναν. Γιατί; Διότι για μερικούς ήταν προτιμότερο να είναι φορτωμένοι κι έξω από την τάξη, παρά να είναι μέσα στην τάξη κι να ακούν το δάσκαλο να διδάσκει βαρετά και ακατανόητα πράγματα.
Μερικοί, που ήθελαν να αποφύγουν το μάθημα, πήγαιναν από μόνοι τους και ζητούσαν από το δάσκαλο, να πάνε για νερό και φυσικά να βρουν την ευκαιρία να την κοπανίσουν. Αυτό ήταν σύνηθες φαινόμενο. Μερικοί πήραν ενδειτικό και απολυτήριο όντας συνεχώς έξω από την αίθουσα. Ιδίως κάποιες κοπέλες που στα γράμματα ήταν ¨ανεπίδεκτες μαθήσεως¨ προσφέρονταν όχι μόνο για το κουβάλημα του νερού που , στο κάτω-κάτω, ήταν για την τελευταία ώρα, αλλά και για την φύλαξη των μωρών που ήταν καθόλη τη διάρκεια του ημερήσιου προγράμματος.
Τα κορίτσια της έκτης, εκείνα τα χρόνια, δωδεκάχρονα ή και δεκατριάχρονα -λόγω απόρριψης και μη προαγωγής στην άλλη τάξη, υπήρχε κι αυτή η ηλικία- ήξεραν να κάνουν όλες τις δουλειές. ´Ετσι μαζί με τη φύλαξη των παιδιών συγύριζαν και το σπίτι: το σκούπισμα, το σφουγγάρισμα κι το άπλωμα της μπουγάδας ήταν από τις συνηθισμένες δουλειές παραδουλεύτρας που έκαναν οι οι μαθήτριες τότε για τους δασκάλους τους. Σωστές νοικοκοιρούλες οι κοπελιές. Όταν σχολούσε η δσκάλα εύρισκε το σπίτι κούκλα. Η αδερφή μου η Αρετή μαζί με τη Γλυκερία του Βλάχου είχαν πάει πολλές φορές στης κυρίας Αθανασίας, αλλά κι άλλες μαθήτριες που τώρα δεν θυμάμαι.
Ο Μπετσετές όταν ήρθε, την πρώτη χρονιά έμενε στο σπίτι της θειας Αλσάβως στον Κούκουρδα. Πρόβλημα για το κουβάλημα του νερού δεν υπήρχε. Ο κούκουρδας είχε πάρει νερό με δίκτυο που το τροφοδοτούσε ένα υδραγωγείο που κατασκευάστηκε δυο χρόνια νωρίτερα και ξεκινούσε από τη Μεγάλη Βρύση. Ήταν η πρώτη βρύση που έπαιρνε νερό από δίκτυο με μεταλλικούς σωλήνες και είχε κάνουλα που έβγαζε το νερό με πίεση. Αυτή η βρύση βρισκόταν κάπου κοντά στου Βούρτουρα, νομίζω. Έτσι η απόσταση από το σπίτι της Αλσάβως ήταν σχετικά κοντά και η προμήθεια νερού εύκολη.
Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές μπορεί και να αναρωτηθεί γιατί αναφέρω το κουβάλημα του νερού σαν μεγάλο πρόβλημα. Για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν. Δεν ήταν μόνο το βάρος στα χέρια ή στον ώμο. Ήταν η μάχη που έπρεπε να δώσεις για να πάρεις σειρά και να γεμίσεις. Φανταστείτε ένα χωριό, κοντά στις δυόμισι με τρεις χιλιάδες, να περιμένει να πάρει νερό από μία ή δυο βρύσες. Βέβαια, για πολλές γυναίκες και ιδίως ανύπαντρες κοπέλες ήταν μια ευκαιρία για έξοδο και πέρασμα με νάζι και καμάρι από την πλατεία, που συνήθως κάθονταν στα γύρω μαγαζιά οι νεαροί του χωριού. Ωστόσο δεν έπαυε να είναι μια…αποστολή χρονοβόρα, επίπονη και μερικές φορές αιτία για καυγάδες.
Ο Μπετσετές δεν αποσχόλησε μαθητές για τη φύλαξη του παιδιού του κι άλλες σπιτικές δουλειές διότι η γυναίκα του ήταν άνεργη κι έμενε στο σπίτι. Μόνο όταν μετακόμισε την επόμενη χρονιά στου Νίκου του Κολέτσιου το σπίτι, μας αγγάρεψε να βοηθήσουμε στην μετακόμιση.
Αυτός είχε άλλες συνήθειες. Επειδή το σπίτι του Κολέτσιου ήταν μακριά από τα μαγαζιά -στην Αλευριά δεν υπήρχαν μαγαζιά- κι ο ίδιος ήταν φίλος της παρέας κι αργούσε να πάει σπίτι, έπρεπε να φροντίζει να φτάνουν έγκαιρα, τουλάχιστον, τα ψώνια. Γι᾽ αυτό στο μεγάλο διάλειμμα ή καμιά ώρα πριν σχολάσουμε, έστελνε μαθητές να αγοράσουν και να μεταφέρουν στο σπίτι του διάφορα ψώνια.
Άλλοτε πάλι έστελνε κάποιους να βρουν και να φέρουν φρέσκα αυγά ή κοτόπουλο ή τυρί ή γάλα, από χωριανούς μας που ήξερε πως έχουν για πούλημα.
Κάποτε έστειλε κι εμένα να πάρω μια κότα από τη Λευτέρω του Κουβαρά που έμενε απέναντι από το σπίτι μου.
Εκείνο , όμως, που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι το κρύο που μάζεψα μια χειμωνιάτικη μέρα, που όλα γύρω ήταν παγωμένα, κι ο Μπετσετές ανάθεσε σε μένα κι άλλους δυο ή τρεις συμμαθητές μου,  να του κόψουμε ξύλα για τη σόμπα του.
Ήταν στις αρχές του χειμώνα λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Χειμώνιασε απότομα εκείνη τη χρονιά. Όταν σχολάσαμε άρχισε να ψιλορίχνει αραιές νιφάδες. Ο Μπετσετές φώναξε εμένα κι άλλους δυο τρεις από την Αλευριά, να φορτωθούμε τρία τέσσερα ξύλα ο καθένας από τα ξύλα του σχολείου, να τα μεταφέρουμε στο σπίτι του και να τα κόψουμε με το πριόνι. Έτσι και κάναμε. Αφού φτάσαμε στο σπίτι, αρχίσαμε να πριονίζουμε, ενώ εκείνος μπήκε στο σπίτι του, να ζεσταθεί και φυσικά να φάει και να ξεκουραστεί. Το χιόνι άρχισε να πέφτει πιο πυκνό και τα χέρια άρχισαν να παγώνουν. Είχαμε αρκετά άκοπα ακόμα. Το πριόνι δεν έκοβε καλά και η δουλειά καθόλου δεν μας φτουρούσε. Αρχίσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον. Όλοι το ίδιο σκεπτόμασταν αλλά δεν τολμούσαμε να το πούμε. Και τότε , λες και μας λυπήθηκε ο θεός, μας είδε που τουρτουρίζαμε η Αγνίτσα του Μπελιά κι άρχισε τις φωνές:
-Χαζά είσαστε, μωρέ; …θα ξεπαγιάσετε. Δεν έχετε μάνες να σας συμμαζέψουν;
Άκουσε, φαίνεται, ο Μπετσετές και βγήκε. Ντράπηκε, ίσως, και μη θέλοντας να σχολιαστεί άσχημα από το χωριό, μας έδιωξε αμέσως. Τα υπόλοιπα μη φανταστείτε πως συνέχισε να τα κόψει ο ίδιος! Η παγωνιά καταβάλλει και τους μεγάλους! Κι ύστερα, ….με αυτά που του κόψαμε εμείς, μπορούσε να ζεσταίνετε για καναδυο μέρες, τουλάχιστον!
Έτσι ήταν τότε. Μας ¨παίδευαν¨ οι δάσκαλοι, μας βασάνιζαν οι γονείς, μας σκληραγωγούσε η ζωή. Τότε δεν μιλούσε κανείς για τα δικαιώματα του παιδιού. Άγνωστη λέξη κι έννοια τα ¨δικαιώματα¨ του παιδιού, ίσως και του ανθρώπου. Σκληρά χρόνια, με άρωμα στρατιωτικής πειθαρχίας και αστυνόμευσης.

Σύρματα και παλούκια

Σύρματα και παλούκια

Κάθε φορά που ο δάσκαλος μας ανέθετε μια εργασία, τη νύχτα είχαμε εφιάλτες. Δεν ήταν μόνο τα παιγνίδια που μας απορροφούσαν και ξεχνιόμασταν! Ήταν, που μας έλειπαν οι στοιχειώδεις γνώσεις, αλλά και οι πηγές που θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε αυτές τις γνώσεις. Οι γονείς μας ήταν παντελώς αγράμματοι. Το λεξιλόγιό τους φτωχό και οι γνώσεις τους περιορίζονταν σε ό,τι είχε να κάμει με τις βασικές τους ασχολίες. Βιβλία βοηθητικά ή εγκυκλοπαίδειες δεν είχε κανένας στο χωριό. Πέρα από τα αναγνωστικά μας, δηλαδή τα εγχειρίδια για την διδασκαλία της γλώσσας, μόνο κάποια περιοδικά του Ερυθρού Σταυρού, της Αποστολικής Διακονίας και των παιδοπόλεων της βασίλισσας υπήρχαν: Το σπίτι του παιδιού, Τα χαρούμενα παιδιά, Τα χριστιανόπουλα κλπ. Τίποτα άλλο!
Παρόλα αυτά, οι δάσκαλοί μας είχαν την απαίτηση να ¨φέρουμε πληροφορίες¨ , για κάποιο θέμα ή να κάμουμε μια εργασία που απαιτούσε ειδικές γνώσεις.
Στην περίπτωση αυτή, τους πρώτους που σκεπτόμασταν να ζητήσουμε βοήθεια, ήταν οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων. Αφού τα ¨πέρασαν¨, έπρεπε να τα ξέρουν, σκεφτόμασταν. Μερικές φορές, πράγματι, τα ήξεραν, αλλά όχι πάντα.
Η επόμενη σκέψη ήταν να ρωτήσουμε τους γονείς μας, αν τους …συναντούσαμε, φυσικά! Εκείνα τα χρόνια οι γονείς …¨από νύχτα σε νύχτα¨ εμφανίζονταν στο σπίτι. Έφευγαν χαράματα κι επέστρεφαν σαν νύχτωνε. Μέχρι να ξεφορτώσουν τα υποζύγια, να ταχτοποιήσουν τα πράγματα και να ταϊσουν τα ζώα, η ώρα περνούσε! Εμείς, δηλαδή τα παιδιά, κοιμόμασταν νωρίς τότε. Προσωπικά, θυμάμαι πως κόντευα τα δεκαπέντε , όταν για πρώτη φορά έμεινα ξάγρυπνος μέχρι τα μεσάνυχτα.
Και αφού σπάνια βλέπαμε και τους γονείς μας, …μόνο οι γιαγιάδες κι οι παπούδες μας απόμεναν για να μας βοηθήσουν. Αλλά κι αυτοί, τι να σου κάνουν; ….ξύλα απελέκητα!
Κι έτσι έμεναν άφκιαχτες οι εργασίες, κι εμείς όλη τη νύχτα …να ψάχνουμε τι δικαιολογία θα βρούμε για το δάσκαλο, όταν την άλλη μέρα θα μας ρωτούσε τι κάναμε! Κι έσμιγε η συνειδητή σκέψη με το όνειρο, καθώς αποκοιμιόμασταν, και το όνειρο γινόταν μαρτύριο, γινόταν εφιάλτης.Όποια δικαιολογία κι αν βρίσκαμε, συνήθως, το ξύλο δεν το γλιτώναμε.

Μια μέρα ο δάσκαλος ζήτησε από όλους μας να κάμουμε ¨καλές πράξεις¨!
- Θα περιμένω αύριο, να μου πείτε τις καλές πράξεις, που ο καθένας έκαμε, είπε κοφτά χωρίς επεξηγήσεις κι αυστηρά χωρίς να αφήνει περιθώρια να τον αγνοήσεις.
Μείναμε με ανοιχτό το στόμα κι ένα πελώριο ερωτηματικό φάνηκε να πλανιέται στο βλέμμα και τα πρόσωπά μας. Μόνο που το ερωτηματικο αυτό δεν ήταν ίδιο για όλους. Πολύ λίγοι αναρωτήθηκαν ποια πράξη θα μπορούσαν να κάμουν. Οι περισσότεροι έμειναν στη φάση της αποκωδικοποίησης! …¨τι θέλει να πει ο …ποιητής¨;
Συνήθως έτσι άρχιζε η ανάλυση των ποιημάτων, τότε! Ναι, …και προσπαθούσαμε να μαντέψουμε τι ήταν αυτό που ενέπνευσε τον ποιητή ή το συγγραφέα και τι ήθελε να πει, αραδιάζοντας, κάθε φορά, χίλες δυο αυθαίρετες αρλούμπες!
Εκείνα τα χρόνια όλα έπρεπε να τα μαντεύουμε. Το σχολειό ήταν ένα τεράστιο αίνιγμα. Δάσκαλος και μαθητής έπαιζαν ένα μονότονο παχνίδι, όπου ο δάσκαλος είναι παντογνώστης, αλλά κρατάει τη γνώση ερμητικά κλεισμένη στο κεφάλι του, κι ο μαθητής είναι ένα… άδειο κεφάλι που πρέπει γεμίσει με γνώσεις , αλλά είναι (οφείλει , δηλαδή, να είναι) ικανός , να ματεύει τι κρύβουν οι ¨σοφοί¨ στο δικό τους κεφάλι. Ένα βασανιστικό δίπολο σε ασταμάτητο κυνηγητό, με κυνηγό το δάσκαλο και θήραμα το μαθητή.
Όσο κι αν φαίνεται τολμηρή η σκέψη, είναι απόλυτα αληθινή. Είδα πολλούς δασκάλους να νιώθουν ανείπωτη ηδονή, σαν έπιαναν το μαθητή ¨αδιάβαστο¨!

Τι ήθελε, λοιπόν, ¨να πει ο ποιητής¨;
-Μανιά, ο δάσκαλος είπε να κάμουμε καλές πράξεις! Τι καλές πράξεις να κάμω; ρώτησαν τη γιαγιά τους, όπως ήταν φυσικό, οι περισσότεροι. Μανιά, στο χωριό μας, λέγαμε τη γιαγιά μας. Οποιαδήποτε άλλη ηλικιωμένη γυναίκα τη λέγαμε : Μάκου.
- Να κάμεις! Γιατί να μην κάμεις;
Δηλαδή, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και να αποδώσουμε σωστά το ηχόχρωμα της ντοπιολαλιάς μας, η γιαγιά είπε:
-Να καμ᾽ς, αρέ! Μπουτί να μην καμ᾽ς; Ξιερ´ς! Δεν ξιερ᾽ς; Νια πρόστισ(ι), νια αφαίρισ(ι), ….Α, κάμι κι ιένα πουλαπλασιασμό!
Αυτό ήταν! Σε λίγο, από στόμα σε στόμα, κυκλοφόρησε σε όλο το χωριό: Από την Γκορτσιά μέχρι τον Κούκουρδα κι από την Πατσιούκα μέχρι την Αλευριά, …όλοι πληροφορήθηκαν πως ¨καλές πράξεις¨, είναι οι πράξεις της αριθμητικής. Εννοείται, οι σωστές πράξεις της αριθμητικής, χωρίς λάθη!

Την άλλη μέρα, όταν ο δάσκαλός μας, κύριος Μπετσετές Κωνσταντίνος, ζήτησε να μάθει για τις καλές μας πράξεις, πρώτη σήκωσε το χέρι η Κατίνα η Γκούτζιμπα.
-Πες μας, Αικατερίνη παιδί μου! Ποιες καλές πράξεις έκαμες;
-Να σηκωθώ στον πίνακα , κύριε;
-Γιατί, Γκούτζιμπα; Από κει δεν μπορείς;
Η Κατίνα άρχισε να λέει :
-Έκαμα δυο πολλαπλασιασμούς, τρεις διαιρέσεις, τέσσερ…! ..δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει! Πυρ και μανία ο Μπετσετές!
-Τι λες μωρέ….; Αυτό ζήτησα εγώ, Γκούτζιμπα; Αυτό……, μωρέ; Τι ανοησίες μου τσαμπουνάς; Τρελάθηκες;
Η Κατερίνα ήταν επιμελής μαθήτρια. Πρώτη στην τάξη. Μπροστά , όμως, στην ανεπάντεχη αυτή θυμική έκρηξη του δασκάλου..έμεινε άναυδη! Έχασε το χρώμα της , άρχισε να τρέμει και δεν απείχε πολύ απ᾽ το να βάλει τα κλάματα. Το ίδιο άναυδη έμεινε κι ολόκληρη η τάξη, βλέποντας πως η …απάντηση που ετοίμασε, ….έβγαινε άκυρη!
Ο δάσκαλος, εκτός εαυτού, πήρε με τη σειρά και ρωτούσε τον έναν μετά τον άλλον:
-Τι έκαμες εσύ, Ελένη; Εσύ , Ανδρομάχη; εσύ ; ….εσύ; ….εσύ;
Όλοι έλεγαν πως ετοίμασαν αριθμητικές πράξεις! …ο δάσκαλος, ένα που δεν έσκασε! Έμεινε για αρκετή ώρα αμίλητος, …περπάτησε πέρα δώθε, έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, βλαστήμησε από μέσα του κι είπε φωναχτά πολλά για την βλακεία μας. Στη συνέχεια πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να ηρεμήσει, γλύκανε κάπως τη φωνή του κι άρχισε να μας εξηγεί τι ακριβώς είχε ζητήσει να κάμουμε.

-Όταν λέμε, ηλίθια πλάσματα, ….να κάμουμε καλές πράξεις, εννοούμε να βοηθήσουμε κάποιον, να κάμουμε μια ελεημοσύνη, …μια αγαθοεργία, να ποτίσουμε , ας πούμε, τα δέντρα του σχολικού κήπου, να καθαρίσουμε την πλατεία, …να φανούμε, τέλος πάντων , χρήσιμοι σε κάποιον ή σε κάποιους…..! Να κάμουμε ένα καλό για τη γειτονιά μας, για το σχολείο, για την εκκλησία, για τους συνανθρώπους μας….!
Με όλα αυτά που έλεγε για σχολείο, για κήπο, για εκκλησία, …κάτι άρχισε να ανατέλλει στον ορίζοντα της σκέψης πολλών μαθητών. Από λέξη σε λέξη οδηγηθήκαμε συνειρμικά σε μια συζήτηση, που είχαμε κάμει πριν από μέρες, για τη δημιουργία σχολικού κήπου στην Αγία Κυριακή. Επειδή η πρώτη προσπάθεια που κάναμε για τη δημιουργία σχολικού κήπου δίπλα στο σχολείο δεν τελεσφόρησε για ευνοήτους λόγους, ο δάσκαλος ζήτησε από τον παπα-Κώστα το Γαλιώτα και τους άλλους αρμοδίους, να μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε κήπο στην πλαγιά που βρίσκεται μπροστά από το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, προς τη μερια του χωριού, μεχρι κάτω στο ρέμα Μτσιάρα. Για να γίνει ο κήπος , όμως, και να διατηρηθεί, έπρεπε πρώτα να περιφραχτεί.
Κάποιος από τα τελευταία θρανία, στη γαλαρία, που λέμε, … ψιθύρισε κάτι για σύρματα και παλούκια. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν ο Βαγγέλης ο Γκλόμπας ή ο Τάκης ο Γκλαντής ή κάποιος άλλος! Εκείνο που θυμάμαι είναι πως πρώτα ακούστηκε στα πίσω θρανία κι ύστερα το άρπαξε ο Αντώνης ο Λυγγέρης και σήκωσε το χέρι με ορμή φωνάζοντας:
-Κύριε, κύριε, κύριε……!
-Λέγε, παιδί μου Αντώνη….!
-Εγώ, κύριε, ετοίμασα σύρματα και παλούκια για να περιφράξουμε τον κήπο που θα φτιάξουμε…..!
-Μπράβο, Αντώνη παιδί μου! Μπράβο!
Αυτό ήταν! Η τάξη ξαφνικά ζωντάνεψε! Μια απέραντη ανακούφιση πλημμύρισε τα παιδικά στήθια κι όλοι σήκωναν χέρι για να πουν την καλή πράξη που έκαμαν. Αυτή η απάντηση, που ήρθε ουρανοκατέβατη, έβγαζε την τάξη από το αδιέξοδο. ´Ηταν, αναμφίβολα, ένα ψέμα! Ένα ψέμα που πρόθυμα το υιοθέτησαν όλοι. Ο δάσκαλος δεν προλάβαινε να δίνει το λόγο και να παίρνει πάντα την ίδια κι απαράλλαχτη απάντηση:
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
-Εσύ;
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
-Ο άλλος…
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
Είχε την υπομονή ο Μπετσετές να ρωτήσει περισσότερους από δέκα μαθητές. Κι όλους να τους ρωτούσε την ιδια απάντηση θα έπαιρνε:
-Σύρματα και παλούκια….
-Ωραία! είπε ο Μπετσετές! Το απόγευμα θα πάμε να περιφράξουμε το χώρο του κήπου μας στην Αγία Κυριακή.
Την εποχή εκείνη κάναμε και το απόγευμα μάθημα, καθώς και το Σάββατο.
Δε σήκωσα χέρι, ούτε την πρώτη φορά, ούτε τη δεύτερη. Την πρώτη , διότι δεν είχα κάμει πράξεις αριθμητικής και την δεύτερη , διότι δεν ήθελα να πω ψέματα. Το άφησα στην τύχη , αλλά ο δάσκαλος δε με ρώτησε! Αν με ρωτούσε, δεν ξέρω αν εύρισκα το θάρρος να του πω, πως εγώ είχα δώσει ένα αυγό σε κάποιο φτωχό παιδί της γειτονιάς μας.
Κρυφά από τη γιαγιά μου, φεύγοντας το πρωί για το σχολείο, πήρα ένα αυγό από το κοτέτσι. Είχα προσέξει πως ο γιος του Βασίλη Γκαλιάκη , ένα αγόρι 4-5 ετών, στεκόταν εκεί στην αυλόπορτα του σπιτιού τους κάθε μέρα, την ώρα που περνούσα, πηγαίνοντας προς το σχολείο. Ήταν εκεί κι αυτή τη μέρα! Τον φώναξα και του το έδωσα. Την εποχή εκείνη όλοι φτωχοί ήμασταν, αλλά εγώ, δεν ξέρω γιατί, μου φάνηκε πως αυτό το παιδί …χρειαζόταν αυτό το αυγό κι άξιζε τον κόπο να του το χαρίσω. Έτσι εκτίμησα! Ντράπηκα , όμως, να το πω! Πουθενά δεν το είπα. Αν το μάθαιναν οι συμμαθητές μου κι οι φίλοι μου ..θα με κορόιδευαν. Δύσκολα χρόνια τότε. Το μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα της εποχής είχε κάμει τους ανθρώπους σκληρούς αλλά και περήφανους. Δύσκολα έδιναν κάτι, ακόμα κι αν τους περίσσευε, και δύσκολα δέχονταν χωρίς να υπάρχει λόγος ή να τους το χρωστάνε. Δεν καταδέχονταν. Το θεωρούσαν ελεημοσύνη που ταιριάζει στους διακονιάρηδες κι όχι σε νοικοκυραίους. Και στη Μελίβοια τη δεκαετία το ᾽50, ακόμα κι ο πιο φτωχός ήταν νοικοκύρης περήφανος και τη ζητιανιά τη θεωρούσε κατώτερη της μοίρας του.
Αυτό φάνηκε το μεσημέρι που σχολώντας από το σχολείο γύριζα σπίτι. Η Λένη η Γκαλιάκαινα, η μάνα του παιδιού που έδωσα το αυγό, περίμενε έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού της, με τα χέρια στη μέση της, κλείνοντάς με το δρόμο κι έτοιμη για καυγά! Με μάλωσε! Ζητούσε επίμονα να μάθει γιατί έδωσα το αυγό. Ένα που δεν μ᾽ έδειρε!
Τα αρνήθηκα όλα, όσο κι αν γινόταν επίμονη. Είπα πως δεν ξέρω τίποτα και πως δεν έδωσα ..κανένα αυγό!
Στο σπίτι που πήγα , όμως, η γιαγιά μου δεν με πίστεψε, όσο κι αν έλεγα πως δεν πήγα το πρωί στο κοτέτσι. Η γιαγιά ήξερε, πόσα αυγά έπρεπε να είναι στο κοτέτσι.

Το απόγευμα με δυο τρία παλούκια ο καθένας παραμάσχαλα και μια κουλούρα σύρμα, με τσάπες, λοστούς κι άλλα εργαλεία κατάλληλα για την περίσταση, πήγαμε στην Αγία Κυριακή για περίφραξη.
Την άλλη μέρα το πρωί στην προσευχή, ….πλάκωσαν καμιά εικοσαριά νοικοκυραίοι και φωνάζοντας και βρίζοντας κατήγγειλαν πως κάποιοι μαθητές τους έκλεψαν τα παλούκια από τους μπαχτσέδες. Το τι ξύλο έπεσε, …δε λέγεται!
Άντε ύστερα, να κάμεις καλή πράξη στη ζωή σου!

Ο Κόδρος πήγε στο μύλο…!



Η φωτογραφία είναι από το ιστολόγιο: Μελίβοια του Νίκου Τσιμτσιράκου.

Αναμνήσεις


Σχολικά χρόνια στη δεκατία του ᾽50


Ο Κόδρος πήγε στο μύλο…!


Μέσα στην αίθουσα , σπάνιο πράγμα, επικρατούσε ησυχία. Ακουγόταν μονάχα ο μονότονος ήχος της κιμωλίας, πουμετρούσε με βιασύνη το χρόνο πάνω στον μαυροπίνακα. Μια συμμαθήτριά μας, καλλιγράφος, ανέλαβε να αντιγράψει, απότο βιβλίο του δασκάλου, το μάθημα της ιστορίας.


Εκείνη την εποχή οι μαθητές τα αγόραζαν τα βιβλία. Δηλαδή , έπρεπε να τα αγοράσουν, διότι δεν χορηγούνταν δωρεάναπό το κράτος. Οι γονείς όμως, δεν διέθεταν χρήματα για φυλλάδες. Πεταμένα λεφτά, έλεγαν! Άλλωστε , δεν περίσσευανκιόλας! Κι έτσι οι μαθητέςεννιά στους δέκα - δεν είχαν βιβλία. Μερικοί δεν είχαν ούτε τετράδια. Μόνο το Αναγνωστικόείχαμε, …αυτό που τώρα το λένε: ¨Η γλώσσα μου¨!


Κάθε φορά , λοιπόν, που είχαμε ένα άλλο μάθημαεκτός της ανάγνωσης - είχαμε και γράψιμο! …πολύ γράψιμο, ναπιάνεται το χέρι, να μουδιάζει και να πονάει αφόρητα. Οι πιο πολλοί, βέβαια, δεν ολοκλήρωναν το γράψιμο, είτε γιατί δενπρολάβαιναν, είτε γιατί βαριούνταν.

Προσποιούνταν, όμως, πως έγραφαν για να μην δίνουν στόχο στο δάσκαλο, ο οποίος με άγρυπνο βλέμμαπαρακολουθούσε ολόκληρη την αίθουσα και περισσότερο αυτούς, που συνήθως ήταν άτακτοι κι απρόσεχτοι.


Σκυμμένοι πάνω από τα τετράδια γράφαμε και κάπουκάπου σηκώναμε το κεφάλι προς τα πάνω τετώνοντας το σβέρκοσαν τις κότες όταν πίνουν νερό - για να δούμε καλλίτερα, προσπαθώντας να βρούμε που είχαμε σταματήσει στο κείμενο,μην ξεχάσουμε τίποτα.


Την ησυχία διέκοψε μια επίμονα επαναλαμβανόμενη φράση που ερχόταν από το πρώτο θρανίο:

- Πες, ρε! Πες, ρε! Πες, τι λέει μετά; ….τι λέει εκεί;

- Γιατί, εσύ δεν βλέπεις;

- Βλέπω! …πώς δεν βλέπω!

- κι ύστερα; Γιατί να στα λέω εγώ;

Τα υπόλοιπα δεν τα ακούσαμε! Το διάλογο διέλοψε η άγρια φωνή του δασκάλου μας, του κυρίου ΜπετσετέΚωνσταντίνου:

- Σκάστεεεεε! …κακοανατεθραμμένοι!

Πολύ του άρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός! Τον έλεγε και τον επαναλάμβανε κάθε φορά που ήθελε να μας επαναφέρειστην τάξη.

Οι ¨κακοανατεθραμμένοι¨ , αυτή τη φορά, ήταν ο Βασίλης ο Κολέτσιος κι ο Αντώνης ο Μπελιάς. Ο Αντώνης καθότανπρινστην αρχή της χρονιάςπιο πίσω, αλλά καλόπιασε το Μπετσετέ, λέγοντας πως θέλει να κάτσει με το φίλο του τοΒασίλη, κι έκτοτε μετακόμισε στο πρώτο θρανίο. Ο Βασίλης είχε εξασφαλίσει την πρώτη θέση λόγω εύνοιας: Ο Μπετσετέςέμεινε στο σπίτι του Νίκου του Κολέτσιου, δηλαδή του πατέρα του Βασίλη! Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη τιμή για έναμαθητή να κάθεται στο πρώτο θρανίο! Συνήθως κάθονταν οι άριστοι ή όσοι ήταν παιδιά γνωστών του δασκάλου που ήθελενα τους ευχαριστήσει.


Ο Αντώνης ο Μπελιάς είχε τους λόγους του που ήθελε να έρθει στο πρώτο θρανίο. Η τάξη, όμως, δεν γνώριζε τίποτα!Ούτε ο δάσκαλος! Φύλαγε καλά το μυστικό του και δεν το αποκάλυψε ούτε την άλλη μέρα που πρόθυμα σήκωσε χέρι ναπει το μάθημα και κατάφερε να εισπράξει το ξύλο της χρονιάς του.


- Τι λες, ρε κακοανατεθραμμένε;

- Το μάθημα, κύριε!


Ο Αντώνης είχε γράψει όλα όσα του ψιθύρισε ο Βασίλης ο Κολέτσιος. Δεν παράλειψε τίποτα. Έκατσε και τα διάβασε καιτα έμαθε νεράκι. Ήταν πολύ σίγουρος πως το ξέρει το μάθημα. Άλλωστε του φάνηκε πολύ εύκολο. Η σιγουριά του φάνηκεαπό την προθυμία που σήκωσε το χέρι και τη φόρα που πήρε όταν άρχισε να λέει:


- Ο βασιλιάς ο Κόδρος πήγε στο μύλο για να αλέσει και βρήκε ένα βάτραχο και τον έπιασε με τα χέρια του, τον έγδαρε μετο σουγιά του κι άναψε φωτιά και τον έψησε στη σούβλα! Του έβαλε αλάτι και πιπέρι και τον έφαγε….!


Εκεί ακριβώς είναι, που πήρε ανάποδες ο Μπετσετές, … και πού σε πονεί και πού σε σφάζει….! Ο Μπελιάς δενπρολάβαινε να μετρά σφαλιάρες στο κεφάλι, κλοτσιές στον κώλο και βεργιές στις παλάμες!


-Τι είναι αυτά , ρε κακοανατεθραμμένο κτήνος! …με μένα κοροϊδεύεις ηλίθιο κατασκεύασμα! Τι λες; Ξέρεις τι λες;


-Το μάθημα κύριε! Έτσι λέει

-Έτσι λέει; …τολμάς ακόμα; Κτήνος αναιδέστατο! Έτσι λέει, ε; …έτσι , ε; ...να σου πω εγώ τι λέει!


Και να και τούτη, …να κι εκείνη, … τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο, αλλά το μυστικό του δεν το φανέρωσε!


Ο Αντώνης ο Μπελιάς, παιδί της Φώτως, ορφανός από πατέρα, ντρεπόταν να πει πως είχε μυωπία! Ήταν μεγάλη ντροπήτότε να φοράει κάποιος γυαλιά, ιδίως όταν ήταν παιδί ή ενήλικος ανύπαντρος. Μόνο κάποιοι γέροιόχι όλοι- κι οιγραμματιζούμενοι φορούσαν γυαλιά.


Αυτός ήταν ο λόγος που ο Αντώνης ζήτησε από το δάσκαλο να του επιτρέψει να καθήσει στο πρώτο θρανίο. Ήθελε ναβλέπει! Από μακριά δεν έβλεπε τίποτα , αλλά κι από δω πάλι δεν καλόβλεπε. Γιαυτό ζητούσε επίμονα από το ΒασίληΚολέτσιο να του υπαγορεύει αυτά που διάβαζε στον πίνακα κι έγραφε στο τετράδιό του. Μόνο που ο Βασίλης άλλα έγραφεστο τετράδιό του κι άλλα υπαγόρευε στον Αντώνη. Φαίνεται πως κατάλαβε την αδυναμία του και τονδούλευε! Γελούσεκαι κορόιδευε ο Βασίλης κι έσπαγε μεγάλη πλάκα!

Ήταν καλό παιδί ο Αντώνης και τέτοια μεταχείριση δεν του άξιζε. Εκτός από αυτή την ανόητη και -όσο να ᾽ναι- αδικαιολόγητη περηφάνια του, άλλο κουσούρι δεν είχε. Τα παιδιά, όμως , πολλές φορές είναι πιο σκληρά κι άτεγκτα απ᾽ό,τι φαντάζονται οι μεγάλοι. Γι᾽αυτό ας δείξουμε επιείκεια και στην κακόγουστη πλάκα του Βασίλη.

Την πιο άσχημη πλάκα, όμως, ο Αντώνης την έπαθε από τον ίδιο τον εαυτό του. Μη θέλοντας να παραδεχτεί πως δενέβλεπε, ποτέ δεν πήγε σε οφιαλμίατρο και ποτέ δεν φόρεσε γυαλιά. ´Ετσι, όταν -ενήλικος πλέονέπιασε δουλειά στη ΔΕΗ ,τοποθετώντας κολόνες κάπου στην Κρήτη , η μοίρα του επιφύλλασε μια θανάσιμη φάρσα:


Καθώς οι τρεις ή τέσσερις εργάτεςμαζί κι ο Αντώνης- προσπαθούσαν με τις διχάλες να σηκώσουν μια δεκαπεντάμετρηκολόνα και να την τοποθετήσουν στην τρύπα που ήταν ανοιγμένη στη γη, έσπασε μια διχάλα. Ο αρχιεργάτης αμέσως δίνειτο σύνθημα , να την αφήσουν όλοι και να φύγουν προς τα δεξιά. Έτσι κι έγινε! Όλοι έτρεξαν και σώθηκαν! Εκτός από τονΑντώνη! Η όρασή του τον πρόδωσε. Φεύγοντας προς τα δεξιά, είδε την κολόνα να έρχεται καταπάνω του και γύρισε πίσω! Μόνο, που αυτό -που είδε- δεν ήταν η κολόνα αλλά η σκιά της! …την κολόνα τη συνάντησε στο επόμενο βήμα καθώς έτρεχεπρος τα αριστερά.

Μιαθανάσιμη συνάντηση!