Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Σύρματα και παλούκια

Σύρματα και παλούκια

Κάθε φορά που ο δάσκαλος μας ανέθετε μια εργασία, τη νύχτα είχαμε εφιάλτες. Δεν ήταν μόνο τα παιγνίδια που μας απορροφούσαν και ξεχνιόμασταν! Ήταν, που μας έλειπαν οι στοιχειώδεις γνώσεις, αλλά και οι πηγές που θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε αυτές τις γνώσεις. Οι γονείς μας ήταν παντελώς αγράμματοι. Το λεξιλόγιό τους φτωχό και οι γνώσεις τους περιορίζονταν σε ό,τι είχε να κάμει με τις βασικές τους ασχολίες. Βιβλία βοηθητικά ή εγκυκλοπαίδειες δεν είχε κανένας στο χωριό. Πέρα από τα αναγνωστικά μας, δηλαδή τα εγχειρίδια για την διδασκαλία της γλώσσας, μόνο κάποια περιοδικά του Ερυθρού Σταυρού, της Αποστολικής Διακονίας και των παιδοπόλεων της βασίλισσας υπήρχαν: Το σπίτι του παιδιού, Τα χαρούμενα παιδιά, Τα χριστιανόπουλα κλπ. Τίποτα άλλο!
Παρόλα αυτά, οι δάσκαλοί μας είχαν την απαίτηση να ¨φέρουμε πληροφορίες¨ , για κάποιο θέμα ή να κάμουμε μια εργασία που απαιτούσε ειδικές γνώσεις.
Στην περίπτωση αυτή, τους πρώτους που σκεπτόμασταν να ζητήσουμε βοήθεια, ήταν οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων. Αφού τα ¨πέρασαν¨, έπρεπε να τα ξέρουν, σκεφτόμασταν. Μερικές φορές, πράγματι, τα ήξεραν, αλλά όχι πάντα.
Η επόμενη σκέψη ήταν να ρωτήσουμε τους γονείς μας, αν τους …συναντούσαμε, φυσικά! Εκείνα τα χρόνια οι γονείς …¨από νύχτα σε νύχτα¨ εμφανίζονταν στο σπίτι. Έφευγαν χαράματα κι επέστρεφαν σαν νύχτωνε. Μέχρι να ξεφορτώσουν τα υποζύγια, να ταχτοποιήσουν τα πράγματα και να ταϊσουν τα ζώα, η ώρα περνούσε! Εμείς, δηλαδή τα παιδιά, κοιμόμασταν νωρίς τότε. Προσωπικά, θυμάμαι πως κόντευα τα δεκαπέντε , όταν για πρώτη φορά έμεινα ξάγρυπνος μέχρι τα μεσάνυχτα.
Και αφού σπάνια βλέπαμε και τους γονείς μας, …μόνο οι γιαγιάδες κι οι παπούδες μας απόμεναν για να μας βοηθήσουν. Αλλά κι αυτοί, τι να σου κάνουν; ….ξύλα απελέκητα!
Κι έτσι έμεναν άφκιαχτες οι εργασίες, κι εμείς όλη τη νύχτα …να ψάχνουμε τι δικαιολογία θα βρούμε για το δάσκαλο, όταν την άλλη μέρα θα μας ρωτούσε τι κάναμε! Κι έσμιγε η συνειδητή σκέψη με το όνειρο, καθώς αποκοιμιόμασταν, και το όνειρο γινόταν μαρτύριο, γινόταν εφιάλτης.Όποια δικαιολογία κι αν βρίσκαμε, συνήθως, το ξύλο δεν το γλιτώναμε.

Μια μέρα ο δάσκαλος ζήτησε από όλους μας να κάμουμε ¨καλές πράξεις¨!
- Θα περιμένω αύριο, να μου πείτε τις καλές πράξεις, που ο καθένας έκαμε, είπε κοφτά χωρίς επεξηγήσεις κι αυστηρά χωρίς να αφήνει περιθώρια να τον αγνοήσεις.
Μείναμε με ανοιχτό το στόμα κι ένα πελώριο ερωτηματικό φάνηκε να πλανιέται στο βλέμμα και τα πρόσωπά μας. Μόνο που το ερωτηματικο αυτό δεν ήταν ίδιο για όλους. Πολύ λίγοι αναρωτήθηκαν ποια πράξη θα μπορούσαν να κάμουν. Οι περισσότεροι έμειναν στη φάση της αποκωδικοποίησης! …¨τι θέλει να πει ο …ποιητής¨;
Συνήθως έτσι άρχιζε η ανάλυση των ποιημάτων, τότε! Ναι, …και προσπαθούσαμε να μαντέψουμε τι ήταν αυτό που ενέπνευσε τον ποιητή ή το συγγραφέα και τι ήθελε να πει, αραδιάζοντας, κάθε φορά, χίλες δυο αυθαίρετες αρλούμπες!
Εκείνα τα χρόνια όλα έπρεπε να τα μαντεύουμε. Το σχολειό ήταν ένα τεράστιο αίνιγμα. Δάσκαλος και μαθητής έπαιζαν ένα μονότονο παχνίδι, όπου ο δάσκαλος είναι παντογνώστης, αλλά κρατάει τη γνώση ερμητικά κλεισμένη στο κεφάλι του, κι ο μαθητής είναι ένα… άδειο κεφάλι που πρέπει γεμίσει με γνώσεις , αλλά είναι (οφείλει , δηλαδή, να είναι) ικανός , να ματεύει τι κρύβουν οι ¨σοφοί¨ στο δικό τους κεφάλι. Ένα βασανιστικό δίπολο σε ασταμάτητο κυνηγητό, με κυνηγό το δάσκαλο και θήραμα το μαθητή.
Όσο κι αν φαίνεται τολμηρή η σκέψη, είναι απόλυτα αληθινή. Είδα πολλούς δασκάλους να νιώθουν ανείπωτη ηδονή, σαν έπιαναν το μαθητή ¨αδιάβαστο¨!

Τι ήθελε, λοιπόν, ¨να πει ο ποιητής¨;
-Μανιά, ο δάσκαλος είπε να κάμουμε καλές πράξεις! Τι καλές πράξεις να κάμω; ρώτησαν τη γιαγιά τους, όπως ήταν φυσικό, οι περισσότεροι. Μανιά, στο χωριό μας, λέγαμε τη γιαγιά μας. Οποιαδήποτε άλλη ηλικιωμένη γυναίκα τη λέγαμε : Μάκου.
- Να κάμεις! Γιατί να μην κάμεις;
Δηλαδή, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και να αποδώσουμε σωστά το ηχόχρωμα της ντοπιολαλιάς μας, η γιαγιά είπε:
-Να καμ᾽ς, αρέ! Μπουτί να μην καμ᾽ς; Ξιερ´ς! Δεν ξιερ᾽ς; Νια πρόστισ(ι), νια αφαίρισ(ι), ….Α, κάμι κι ιένα πουλαπλασιασμό!
Αυτό ήταν! Σε λίγο, από στόμα σε στόμα, κυκλοφόρησε σε όλο το χωριό: Από την Γκορτσιά μέχρι τον Κούκουρδα κι από την Πατσιούκα μέχρι την Αλευριά, …όλοι πληροφορήθηκαν πως ¨καλές πράξεις¨, είναι οι πράξεις της αριθμητικής. Εννοείται, οι σωστές πράξεις της αριθμητικής, χωρίς λάθη!

Την άλλη μέρα, όταν ο δάσκαλός μας, κύριος Μπετσετές Κωνσταντίνος, ζήτησε να μάθει για τις καλές μας πράξεις, πρώτη σήκωσε το χέρι η Κατίνα η Γκούτζιμπα.
-Πες μας, Αικατερίνη παιδί μου! Ποιες καλές πράξεις έκαμες;
-Να σηκωθώ στον πίνακα , κύριε;
-Γιατί, Γκούτζιμπα; Από κει δεν μπορείς;
Η Κατίνα άρχισε να λέει :
-Έκαμα δυο πολλαπλασιασμούς, τρεις διαιρέσεις, τέσσερ…! ..δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει! Πυρ και μανία ο Μπετσετές!
-Τι λες μωρέ….; Αυτό ζήτησα εγώ, Γκούτζιμπα; Αυτό……, μωρέ; Τι ανοησίες μου τσαμπουνάς; Τρελάθηκες;
Η Κατερίνα ήταν επιμελής μαθήτρια. Πρώτη στην τάξη. Μπροστά , όμως, στην ανεπάντεχη αυτή θυμική έκρηξη του δασκάλου..έμεινε άναυδη! Έχασε το χρώμα της , άρχισε να τρέμει και δεν απείχε πολύ απ᾽ το να βάλει τα κλάματα. Το ίδιο άναυδη έμεινε κι ολόκληρη η τάξη, βλέποντας πως η …απάντηση που ετοίμασε, ….έβγαινε άκυρη!
Ο δάσκαλος, εκτός εαυτού, πήρε με τη σειρά και ρωτούσε τον έναν μετά τον άλλον:
-Τι έκαμες εσύ, Ελένη; Εσύ , Ανδρομάχη; εσύ ; ….εσύ; ….εσύ;
Όλοι έλεγαν πως ετοίμασαν αριθμητικές πράξεις! …ο δάσκαλος, ένα που δεν έσκασε! Έμεινε για αρκετή ώρα αμίλητος, …περπάτησε πέρα δώθε, έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, βλαστήμησε από μέσα του κι είπε φωναχτά πολλά για την βλακεία μας. Στη συνέχεια πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να ηρεμήσει, γλύκανε κάπως τη φωνή του κι άρχισε να μας εξηγεί τι ακριβώς είχε ζητήσει να κάμουμε.

-Όταν λέμε, ηλίθια πλάσματα, ….να κάμουμε καλές πράξεις, εννοούμε να βοηθήσουμε κάποιον, να κάμουμε μια ελεημοσύνη, …μια αγαθοεργία, να ποτίσουμε , ας πούμε, τα δέντρα του σχολικού κήπου, να καθαρίσουμε την πλατεία, …να φανούμε, τέλος πάντων , χρήσιμοι σε κάποιον ή σε κάποιους…..! Να κάμουμε ένα καλό για τη γειτονιά μας, για το σχολείο, για την εκκλησία, για τους συνανθρώπους μας….!
Με όλα αυτά που έλεγε για σχολείο, για κήπο, για εκκλησία, …κάτι άρχισε να ανατέλλει στον ορίζοντα της σκέψης πολλών μαθητών. Από λέξη σε λέξη οδηγηθήκαμε συνειρμικά σε μια συζήτηση, που είχαμε κάμει πριν από μέρες, για τη δημιουργία σχολικού κήπου στην Αγία Κυριακή. Επειδή η πρώτη προσπάθεια που κάναμε για τη δημιουργία σχολικού κήπου δίπλα στο σχολείο δεν τελεσφόρησε για ευνοήτους λόγους, ο δάσκαλος ζήτησε από τον παπα-Κώστα το Γαλιώτα και τους άλλους αρμοδίους, να μας επιτρέψουν να δημιουργήσουμε κήπο στην πλαγιά που βρίσκεται μπροστά από το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, προς τη μερια του χωριού, μεχρι κάτω στο ρέμα Μτσιάρα. Για να γίνει ο κήπος , όμως, και να διατηρηθεί, έπρεπε πρώτα να περιφραχτεί.
Κάποιος από τα τελευταία θρανία, στη γαλαρία, που λέμε, … ψιθύρισε κάτι για σύρματα και παλούκια. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν ο Βαγγέλης ο Γκλόμπας ή ο Τάκης ο Γκλαντής ή κάποιος άλλος! Εκείνο που θυμάμαι είναι πως πρώτα ακούστηκε στα πίσω θρανία κι ύστερα το άρπαξε ο Αντώνης ο Λυγγέρης και σήκωσε το χέρι με ορμή φωνάζοντας:
-Κύριε, κύριε, κύριε……!
-Λέγε, παιδί μου Αντώνη….!
-Εγώ, κύριε, ετοίμασα σύρματα και παλούκια για να περιφράξουμε τον κήπο που θα φτιάξουμε…..!
-Μπράβο, Αντώνη παιδί μου! Μπράβο!
Αυτό ήταν! Η τάξη ξαφνικά ζωντάνεψε! Μια απέραντη ανακούφιση πλημμύρισε τα παιδικά στήθια κι όλοι σήκωναν χέρι για να πουν την καλή πράξη που έκαμαν. Αυτή η απάντηση, που ήρθε ουρανοκατέβατη, έβγαζε την τάξη από το αδιέξοδο. ´Ηταν, αναμφίβολα, ένα ψέμα! Ένα ψέμα που πρόθυμα το υιοθέτησαν όλοι. Ο δάσκαλος δεν προλάβαινε να δίνει το λόγο και να παίρνει πάντα την ίδια κι απαράλλαχτη απάντηση:
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
-Εσύ;
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
-Ο άλλος…
-Σύρματα και παλούκια, κύριε!
Είχε την υπομονή ο Μπετσετές να ρωτήσει περισσότερους από δέκα μαθητές. Κι όλους να τους ρωτούσε την ιδια απάντηση θα έπαιρνε:
-Σύρματα και παλούκια….
-Ωραία! είπε ο Μπετσετές! Το απόγευμα θα πάμε να περιφράξουμε το χώρο του κήπου μας στην Αγία Κυριακή.
Την εποχή εκείνη κάναμε και το απόγευμα μάθημα, καθώς και το Σάββατο.
Δε σήκωσα χέρι, ούτε την πρώτη φορά, ούτε τη δεύτερη. Την πρώτη , διότι δεν είχα κάμει πράξεις αριθμητικής και την δεύτερη , διότι δεν ήθελα να πω ψέματα. Το άφησα στην τύχη , αλλά ο δάσκαλος δε με ρώτησε! Αν με ρωτούσε, δεν ξέρω αν εύρισκα το θάρρος να του πω, πως εγώ είχα δώσει ένα αυγό σε κάποιο φτωχό παιδί της γειτονιάς μας.
Κρυφά από τη γιαγιά μου, φεύγοντας το πρωί για το σχολείο, πήρα ένα αυγό από το κοτέτσι. Είχα προσέξει πως ο γιος του Βασίλη Γκαλιάκη , ένα αγόρι 4-5 ετών, στεκόταν εκεί στην αυλόπορτα του σπιτιού τους κάθε μέρα, την ώρα που περνούσα, πηγαίνοντας προς το σχολείο. Ήταν εκεί κι αυτή τη μέρα! Τον φώναξα και του το έδωσα. Την εποχή εκείνη όλοι φτωχοί ήμασταν, αλλά εγώ, δεν ξέρω γιατί, μου φάνηκε πως αυτό το παιδί …χρειαζόταν αυτό το αυγό κι άξιζε τον κόπο να του το χαρίσω. Έτσι εκτίμησα! Ντράπηκα , όμως, να το πω! Πουθενά δεν το είπα. Αν το μάθαιναν οι συμμαθητές μου κι οι φίλοι μου ..θα με κορόιδευαν. Δύσκολα χρόνια τότε. Το μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα της εποχής είχε κάμει τους ανθρώπους σκληρούς αλλά και περήφανους. Δύσκολα έδιναν κάτι, ακόμα κι αν τους περίσσευε, και δύσκολα δέχονταν χωρίς να υπάρχει λόγος ή να τους το χρωστάνε. Δεν καταδέχονταν. Το θεωρούσαν ελεημοσύνη που ταιριάζει στους διακονιάρηδες κι όχι σε νοικοκυραίους. Και στη Μελίβοια τη δεκαετία το ᾽50, ακόμα κι ο πιο φτωχός ήταν νοικοκύρης περήφανος και τη ζητιανιά τη θεωρούσε κατώτερη της μοίρας του.
Αυτό φάνηκε το μεσημέρι που σχολώντας από το σχολείο γύριζα σπίτι. Η Λένη η Γκαλιάκαινα, η μάνα του παιδιού που έδωσα το αυγό, περίμενε έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού της, με τα χέρια στη μέση της, κλείνοντάς με το δρόμο κι έτοιμη για καυγά! Με μάλωσε! Ζητούσε επίμονα να μάθει γιατί έδωσα το αυγό. Ένα που δεν μ᾽ έδειρε!
Τα αρνήθηκα όλα, όσο κι αν γινόταν επίμονη. Είπα πως δεν ξέρω τίποτα και πως δεν έδωσα ..κανένα αυγό!
Στο σπίτι που πήγα , όμως, η γιαγιά μου δεν με πίστεψε, όσο κι αν έλεγα πως δεν πήγα το πρωί στο κοτέτσι. Η γιαγιά ήξερε, πόσα αυγά έπρεπε να είναι στο κοτέτσι.

Το απόγευμα με δυο τρία παλούκια ο καθένας παραμάσχαλα και μια κουλούρα σύρμα, με τσάπες, λοστούς κι άλλα εργαλεία κατάλληλα για την περίσταση, πήγαμε στην Αγία Κυριακή για περίφραξη.
Την άλλη μέρα το πρωί στην προσευχή, ….πλάκωσαν καμιά εικοσαριά νοικοκυραίοι και φωνάζοντας και βρίζοντας κατήγγειλαν πως κάποιοι μαθητές τους έκλεψαν τα παλούκια από τους μπαχτσέδες. Το τι ξύλο έπεσε, …δε λέγεται!
Άντε ύστερα, να κάμεις καλή πράξη στη ζωή σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου