Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Ο Κόδρος πήγε στο μύλο…!



Η φωτογραφία είναι από το ιστολόγιο: Μελίβοια του Νίκου Τσιμτσιράκου.

Αναμνήσεις


Σχολικά χρόνια στη δεκατία του ᾽50


Ο Κόδρος πήγε στο μύλο…!


Μέσα στην αίθουσα , σπάνιο πράγμα, επικρατούσε ησυχία. Ακουγόταν μονάχα ο μονότονος ήχος της κιμωλίας, πουμετρούσε με βιασύνη το χρόνο πάνω στον μαυροπίνακα. Μια συμμαθήτριά μας, καλλιγράφος, ανέλαβε να αντιγράψει, απότο βιβλίο του δασκάλου, το μάθημα της ιστορίας.


Εκείνη την εποχή οι μαθητές τα αγόραζαν τα βιβλία. Δηλαδή , έπρεπε να τα αγοράσουν, διότι δεν χορηγούνταν δωρεάναπό το κράτος. Οι γονείς όμως, δεν διέθεταν χρήματα για φυλλάδες. Πεταμένα λεφτά, έλεγαν! Άλλωστε , δεν περίσσευανκιόλας! Κι έτσι οι μαθητέςεννιά στους δέκα - δεν είχαν βιβλία. Μερικοί δεν είχαν ούτε τετράδια. Μόνο το Αναγνωστικόείχαμε, …αυτό που τώρα το λένε: ¨Η γλώσσα μου¨!


Κάθε φορά , λοιπόν, που είχαμε ένα άλλο μάθημαεκτός της ανάγνωσης - είχαμε και γράψιμο! …πολύ γράψιμο, ναπιάνεται το χέρι, να μουδιάζει και να πονάει αφόρητα. Οι πιο πολλοί, βέβαια, δεν ολοκλήρωναν το γράψιμο, είτε γιατί δενπρολάβαιναν, είτε γιατί βαριούνταν.

Προσποιούνταν, όμως, πως έγραφαν για να μην δίνουν στόχο στο δάσκαλο, ο οποίος με άγρυπνο βλέμμαπαρακολουθούσε ολόκληρη την αίθουσα και περισσότερο αυτούς, που συνήθως ήταν άτακτοι κι απρόσεχτοι.


Σκυμμένοι πάνω από τα τετράδια γράφαμε και κάπουκάπου σηκώναμε το κεφάλι προς τα πάνω τετώνοντας το σβέρκοσαν τις κότες όταν πίνουν νερό - για να δούμε καλλίτερα, προσπαθώντας να βρούμε που είχαμε σταματήσει στο κείμενο,μην ξεχάσουμε τίποτα.


Την ησυχία διέκοψε μια επίμονα επαναλαμβανόμενη φράση που ερχόταν από το πρώτο θρανίο:

- Πες, ρε! Πες, ρε! Πες, τι λέει μετά; ….τι λέει εκεί;

- Γιατί, εσύ δεν βλέπεις;

- Βλέπω! …πώς δεν βλέπω!

- κι ύστερα; Γιατί να στα λέω εγώ;

Τα υπόλοιπα δεν τα ακούσαμε! Το διάλογο διέλοψε η άγρια φωνή του δασκάλου μας, του κυρίου ΜπετσετέΚωνσταντίνου:

- Σκάστεεεεε! …κακοανατεθραμμένοι!

Πολύ του άρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός! Τον έλεγε και τον επαναλάμβανε κάθε φορά που ήθελε να μας επαναφέρειστην τάξη.

Οι ¨κακοανατεθραμμένοι¨ , αυτή τη φορά, ήταν ο Βασίλης ο Κολέτσιος κι ο Αντώνης ο Μπελιάς. Ο Αντώνης καθότανπρινστην αρχή της χρονιάςπιο πίσω, αλλά καλόπιασε το Μπετσετέ, λέγοντας πως θέλει να κάτσει με το φίλο του τοΒασίλη, κι έκτοτε μετακόμισε στο πρώτο θρανίο. Ο Βασίλης είχε εξασφαλίσει την πρώτη θέση λόγω εύνοιας: Ο Μπετσετέςέμεινε στο σπίτι του Νίκου του Κολέτσιου, δηλαδή του πατέρα του Βασίλη! Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη τιμή για έναμαθητή να κάθεται στο πρώτο θρανίο! Συνήθως κάθονταν οι άριστοι ή όσοι ήταν παιδιά γνωστών του δασκάλου που ήθελενα τους ευχαριστήσει.


Ο Αντώνης ο Μπελιάς είχε τους λόγους του που ήθελε να έρθει στο πρώτο θρανίο. Η τάξη, όμως, δεν γνώριζε τίποτα!Ούτε ο δάσκαλος! Φύλαγε καλά το μυστικό του και δεν το αποκάλυψε ούτε την άλλη μέρα που πρόθυμα σήκωσε χέρι ναπει το μάθημα και κατάφερε να εισπράξει το ξύλο της χρονιάς του.


- Τι λες, ρε κακοανατεθραμμένε;

- Το μάθημα, κύριε!


Ο Αντώνης είχε γράψει όλα όσα του ψιθύρισε ο Βασίλης ο Κολέτσιος. Δεν παράλειψε τίποτα. Έκατσε και τα διάβασε καιτα έμαθε νεράκι. Ήταν πολύ σίγουρος πως το ξέρει το μάθημα. Άλλωστε του φάνηκε πολύ εύκολο. Η σιγουριά του φάνηκεαπό την προθυμία που σήκωσε το χέρι και τη φόρα που πήρε όταν άρχισε να λέει:


- Ο βασιλιάς ο Κόδρος πήγε στο μύλο για να αλέσει και βρήκε ένα βάτραχο και τον έπιασε με τα χέρια του, τον έγδαρε μετο σουγιά του κι άναψε φωτιά και τον έψησε στη σούβλα! Του έβαλε αλάτι και πιπέρι και τον έφαγε….!


Εκεί ακριβώς είναι, που πήρε ανάποδες ο Μπετσετές, … και πού σε πονεί και πού σε σφάζει….! Ο Μπελιάς δενπρολάβαινε να μετρά σφαλιάρες στο κεφάλι, κλοτσιές στον κώλο και βεργιές στις παλάμες!


-Τι είναι αυτά , ρε κακοανατεθραμμένο κτήνος! …με μένα κοροϊδεύεις ηλίθιο κατασκεύασμα! Τι λες; Ξέρεις τι λες;


-Το μάθημα κύριε! Έτσι λέει

-Έτσι λέει; …τολμάς ακόμα; Κτήνος αναιδέστατο! Έτσι λέει, ε; …έτσι , ε; ...να σου πω εγώ τι λέει!


Και να και τούτη, …να κι εκείνη, … τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο, αλλά το μυστικό του δεν το φανέρωσε!


Ο Αντώνης ο Μπελιάς, παιδί της Φώτως, ορφανός από πατέρα, ντρεπόταν να πει πως είχε μυωπία! Ήταν μεγάλη ντροπήτότε να φοράει κάποιος γυαλιά, ιδίως όταν ήταν παιδί ή ενήλικος ανύπαντρος. Μόνο κάποιοι γέροιόχι όλοι- κι οιγραμματιζούμενοι φορούσαν γυαλιά.


Αυτός ήταν ο λόγος που ο Αντώνης ζήτησε από το δάσκαλο να του επιτρέψει να καθήσει στο πρώτο θρανίο. Ήθελε ναβλέπει! Από μακριά δεν έβλεπε τίποτα , αλλά κι από δω πάλι δεν καλόβλεπε. Γιαυτό ζητούσε επίμονα από το ΒασίληΚολέτσιο να του υπαγορεύει αυτά που διάβαζε στον πίνακα κι έγραφε στο τετράδιό του. Μόνο που ο Βασίλης άλλα έγραφεστο τετράδιό του κι άλλα υπαγόρευε στον Αντώνη. Φαίνεται πως κατάλαβε την αδυναμία του και τονδούλευε! Γελούσεκαι κορόιδευε ο Βασίλης κι έσπαγε μεγάλη πλάκα!

Ήταν καλό παιδί ο Αντώνης και τέτοια μεταχείριση δεν του άξιζε. Εκτός από αυτή την ανόητη και -όσο να ᾽ναι- αδικαιολόγητη περηφάνια του, άλλο κουσούρι δεν είχε. Τα παιδιά, όμως , πολλές φορές είναι πιο σκληρά κι άτεγκτα απ᾽ό,τι φαντάζονται οι μεγάλοι. Γι᾽αυτό ας δείξουμε επιείκεια και στην κακόγουστη πλάκα του Βασίλη.

Την πιο άσχημη πλάκα, όμως, ο Αντώνης την έπαθε από τον ίδιο τον εαυτό του. Μη θέλοντας να παραδεχτεί πως δενέβλεπε, ποτέ δεν πήγε σε οφιαλμίατρο και ποτέ δεν φόρεσε γυαλιά. ´Ετσι, όταν -ενήλικος πλέονέπιασε δουλειά στη ΔΕΗ ,τοποθετώντας κολόνες κάπου στην Κρήτη , η μοίρα του επιφύλλασε μια θανάσιμη φάρσα:


Καθώς οι τρεις ή τέσσερις εργάτεςμαζί κι ο Αντώνης- προσπαθούσαν με τις διχάλες να σηκώσουν μια δεκαπεντάμετρηκολόνα και να την τοποθετήσουν στην τρύπα που ήταν ανοιγμένη στη γη, έσπασε μια διχάλα. Ο αρχιεργάτης αμέσως δίνειτο σύνθημα , να την αφήσουν όλοι και να φύγουν προς τα δεξιά. Έτσι κι έγινε! Όλοι έτρεξαν και σώθηκαν! Εκτός από τονΑντώνη! Η όρασή του τον πρόδωσε. Φεύγοντας προς τα δεξιά, είδε την κολόνα να έρχεται καταπάνω του και γύρισε πίσω! Μόνο, που αυτό -που είδε- δεν ήταν η κολόνα αλλά η σκιά της! …την κολόνα τη συνάντησε στο επόμενο βήμα καθώς έτρεχεπρος τα αριστερά.

Μιαθανάσιμη συνάντηση!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου